헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τέκτων

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τέκτων τέκτονος

형태분석: τεκτων (어간)

어원: ti/ktw

  1. 목수, 제작자, 건축자, 소목장이
  2. 시, 운문, 절
  3. 저자, 창조자, 필자, 작가
  1. one who works with wood: carpenter, builder
  2. any craftsman (but generally opposed to metalworker, smith)
  3. a master of any art, such as gymnastics, poetry, or medicine
  4. author, creator, planner

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τέκτων

목수가

τέκτονε

목수들이

τέκτονες

목수들이

속격 τέκτονος

목수의

τεκτόνοιν

목수들의

τεκτόνων

목수들의

여격 τέκτονι

목수에게

τεκτόνοιν

목수들에게

τέκτοσιν*

목수들에게

대격 τέκτονα

목수를

τέκτονε

목수들을

τέκτονας

목수들을

호격 τέκτων

목수야

τέκτονε

목수들아

τέκτονες

목수들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν προσέθεντο τοῦ ἁμαρτάνειν ἔτι, καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖσ χώνευμα ἐκ τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν κατ̓ εἰκόνα εἰδώλων, ἔργα τεκτόνων συντετελεσμένα αὐτοῖσ. αὐτοὶ λέγουσι. θύσατε ἀνθρώπουσ, μόσχοι γὰρ ἐκλελοίπασι. (Septuagint, Prophetia Osee 13:2)

    (70인역 성경, 호세아서 13:2)

  • ὐπὸ τεκτόνων καὶ χρυσοχόων κατεσκευασμένα εἰσίν. οὐδὲν ἄλλο μὴ γένωνται ἢ ὃ βούλονται οἱ τεχνῖται αὐτὰ γενέσθαι. (Septuagint, Litterae Ieremiae 1:46)

    (70인역 성경, Litterae Ieremiae 1:46)

  • πολλοὶ γοῦν τὰσ τέχνασ ἀφέντεσ ἃσ εἶχον τέωσ, ἐπὶ τὴν πήραν ᾄξαντεσ καὶ τὸ τριβώνιον, καὶ τὸ σῶμα πρὸσ τὸν ἥλιον εἰσ τὸ Αἰθιοπικὸν ἐπιχράναντεσ αὐτοσχέδιοι φιλόσοφοι ἐκ σκυτοτόμων ἢ τεκτόνων περινοστοῦσι σὲ καὶ τὴν σὴν ἀρετὴν ἐπαινοῦντεσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 6:4)

  • Σὺ μὲν νῦν, τέκνον, ἀμφήρεισ μένων σκηνὰσ ἀνίστη τεκτόνων μοχθήμασι. (Euripides, Ion, episode17)

    (에우리피데스, Ion, episode17)

  • ἢ τῷδε θριγκῷ κρᾶτα συνθραύσω σέθεν, ῥήξασ παλαιὰ γεῖσα, τεκτόνων πόνον. (Euripides, episode, iambic9)

    (에우리피데스, episode, iambic9)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION