Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλαίπωρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ταλαίπωρος ταλαίπωρος ταλαίπωρον

Structure: ταλαιπωρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prob. a form of talapei/rios

Sense

  1. suffering, distressed, miserable

Examples

  • οἵ τε πρὸσ τούτοισ λειτουργοὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν ἀξιόντεσ τὰσ τῶν ταλαιπώρων ἐδέσμευον χεῖρασ τήν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺσ ἀσφάλειαν, ἔννυχον δόξαντεσ ὁμοῦ λήψεσθαι τὸ φῦλον πέρασ τῆσ ὀλεθρίασ. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:5)
  • ἔνιψεν αὐτὸσ τῶν ταλαιπώρων σφαγάσ; (Euripides, Suppliants, episode 2:29)
  • νὴ Δία ταλαιπώρων γε πραγμάτων ἐρᾷσ. (Aristophanes, Birds, Prologue 4:12)
  • βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον οὐκ ἔσχεν οὐδέν’, ἀλλ’ ἀιστώσασ γένοσ τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 2:2)
  • ὁ δὲ χρόνοσ τρέχει, τρέχει καθ’ ἡμῶν τῶν ταλαιπώρων βροτῶν, φέρων ἑκάστου τῷ βίῳ καταστροφήν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 814)
  • καὶ διετέλεσα πάντα τὸν μεταξὺ χρόνον στρατευόμενοσ καὶ ταλαιπωρῶν καὶ οὐδένα κίνδυνον δεδιὼσ οὐδὲ ὑπολογιζόμενοσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 37 2:2)

Synonyms

  1. suffering

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION