Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλαίπωρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ταλαίπωρος ταλαίπωρος ταλαίπωρον

Structure: ταλαιπωρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prob. a form of talapei/rios

Sense

  1. suffering, distressed, miserable

Examples

  • Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖσ αἱ ἐλπίδεσ αὐτῶν, οἵτινεσ ἐκάλεσαν θεοὺσ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χρυσὸν καὶ ἄργυρον τέχνησ ἐμμελέτημα καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον ἄχρηστον χειρὸσ ἔργον ἀρχαίασ. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:10)
  • ὦ μάταιοι ἑπτὰ κυοφορίαι, καὶ ἀνόνητοι ἑπτὰ δεκάμηνοι καὶ ἄκαρποι τιθηνίαι καὶ ταλαίπωροι γαλακτοτροφίαι. (Septuagint, Liber Maccabees IV 16:7)
  • ὦ ταλαίπωροι βροτῶν, τί κτᾶσθε λόγχασ καὶ κατ’ ἀλλήλων φόνουσ τίθεσθε; (Euripides, Suppliants, episode, iambic29)
  • πόθεν ποθ’ ἥκετ’, ὦ ταλαίπωροι ξένοι; (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, anapests 1:10)
  • Ὦ ταλαίπωροι Φρύγεσ πάντεσ τ’ Ἀχαιοί, δι’ ἔμ’ ἐπὶ Σκαμανδρίοισ ἀκταῖσιν Ἥρασ μηχαναῖσ ἐθνῄσκετε, δοκοῦντεσ Ἑλένην οὐκ ἔχοντ’ ἔχειν Πάριν. (Euripides, Helen, episode, dialogue 2:12)

Synonyms

  1. suffering

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION