Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλαίπωρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ταλαίπωρος ταλαίπωρος ταλαίπωρον

Structure: ταλαιπωρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prob. a form of talapei/rios

Sense

  1. suffering, distressed, miserable

Examples

  • Βυζάντιόν τινα λέγουσιν ἐπὶ δυσμόρφῳ γυναικὶ μοιχὸν εὑρόντ’ εἰπεῖν, "ὦ ταλαίπωρε, τίσ ἀνάγκη; (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 5 9:1)
  • ὦ ταλαίπωρε, τί σοι τοιοῦτο καταλέλοιπεν οἱο͂ν ἀφῄρηται, τὴν σχολὴν καὶ τὴν ἐλευθερίαν; (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 7 16:5)
  • "ὦ ταλαίπωρε, τὸ μέγιστον ἀφαιρεῖσ τῶν ἐγκλημάτων, ταῦτα πράττων ἀφ’ ὧν δόξεισ οὐ παρ’ ἀξίαν ἀτυχεῖν, οὐδὲ τοῦ νῦν, ἀλλὰ τοῦ πάλαι δαίμονοσ ἀνάξιοσ γεγονέναι; (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 26 6:1)
  • εἰσ τί καταδὺσ τοῦ κόσμου μέροσ καὶ ἀποκρύψασ σεαυτόν, ὦ ταλαίπωρε, πιστεύσεισ ὅτι τὸν θεὸν ἀποπέφευγασ; (Plutarch, De superstitione, section 4 3:1)
  • Πολύκτοροσ δὲ τοῦ κιθαρῳδοῦ φακῆν ῥοφοῦντοσ καὶ λίθον μασησαμένου ’ ὦ ταλαίπωρε,’ ἔφη, ’ καὶ ἡ φακῆ σε βάλλει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 47 1:3)

Synonyms

  1. suffering

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION