συνοικέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνοικέω
συνοικήσω
형태분석:
συν
(접두사)
+
οἰκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to dwell together, to live with
- to live together, cohabit, marriage
- he is associated, being versed
- are associated, to cling closely
- to colonise jointly with, to be thickly peopled
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὃ δὲ ἀπολειπόμενοσ υίὸσ αὐτοῦ Περσεὺσ ἅμα τῇ βασιλείᾳ διεδέξατο τὴν πρὸσ Ῥωμαίουσ ἔχθραν, οὐκ ὢν ἐχέγγυοσ ἐνεγκεῖν διὰ μικρότητα καὶ μοχθηρίαν ἤθουσ, ἐν ᾧ παθῶν τε παντοδαπῶν καὶ νοσημάτων ἐνόντων ἐπρώτευεν ἡ φιλαργυρία, λέγεται δὲ μηδὲ γνήσιοσ φῦναι, λαβεῖν δὲ αὐτὸν ἡ συνοικοῦσα τῷ Φιλίππῳ νεογνὸν ἀκεστρίασ τινὸσ Ἀργολικῆσ Γναθαινίου τοὔνομα τεκούσησ, καὶ λαθεῖν ὑποβαλομένη. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 8 6:2)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 8 6:2)
- Μήδεια δὲ Αἰγεῖ τότε συνοικοῦσα ἐπεβούλευσεν αὐτῷ, καὶ πείθει τὸν Αἰγέα φυλάττεσθαι ὡσ ἐπίβουλον αὐτῷ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 1 7:1)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 1 7:1)
- διεγγυηθεῖσα δ’ ὑπὸ Στεφάνου καὶ οὖσα παρὰ τούτῳ τὴν μὲν αὐτὴν ἐργασίαν οὐδὲν ἧττον ἢ πρότερον ἠργάζετο, τοὺσ δὲ μισθοὺσ μείζουσ ἐπράττετο τοὺσ βουλομένουσ αὐτῇ πλησιάζειν, ὡσ ἐπὶ προσχήματοσ ἤδη τινὸσ οὖσα καὶ ἀνδρὶ συνοικοῦσα. (Demosthenes, Speeches 51-61, 63:1)
(데모스테네스, Speeches 51-61, 63:1)
- ὁ μὲν οὖν Κολλατῖνοσ ἐπὶ στρατοπέδου τότε ὢν ἐτύγχανεν, ἡ δὲ συνοικοῦσα αὐτῷ γυνὴ Ῥωμαία, Λουκρητίου θυγάτηρ ἀνδρὸσ ἐπιφανοῦσ, ἐξένιζεν αὐτὸν ὡσ συγγενῆ τοῦ ἀνδρὸσ πολλῇ προθυμίᾳ τε καὶ φιλοφροσύνῃ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 64 6:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 64 6:1)
- ἐγὼ οὖν ὡσ ἐπυθόμην παρὰ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἱερέων ἑνὸσ εὖ μάλα γέροντοσ ἐν τῇ Ὀνούφι, ἄλλα τε πολλὰ τῶν Ἑλλήνων καταγελῶντοσ ὡσ οὐθὲν εἰδότων ἀληθὲσ περὶ τῶν πλείστων, καὶ μάλιστα δὴ τεκμηρίῳ τούτῳ χρωμένου ὅτι Τροίαν τέ εἰσι πεπεισμένοι ὡσ ἀλοῦσαν ὑπὸ Ἀγαμέμνονοσ καὶ ὅτι Ἑλένη συνοικοῦσα Μενελάῳ ἠράσθη Ἀλεξάνδρου· (Dio, Chrysostom, Orationes, 45:2)
(디오, 크리소토모스, 연설, 45:2)
유의어
-
to dwell together
-
to live together
- συμβιόω (to live with, to live together)
-
to colonise jointly with
파생어
- ἀποικέω (이주하다, 이민하다, 쫓아내다)
- διοικέω (관리하다, 지배하다, 통치하다)
- εἰσοικέω (개척하다, 정착하다)
- ἐνοικέω (살다, 거주하다, 둔치다)
- ἐξοικέω (이주하다, 이민하다)
- ἐποικέω (개척하다, 정착하다)
- κατοικέω (개척하다, 정착하다, 살다)
- μετοικέω (개척하다, 정착하다)
- οἰκέω (살다, 거주하다, 개척하다)
- παροικέω (인접하다, 이웃하다, 접하다)
- περιοικέω (to dwell round)
- προδιοικέω (명령하다, 지배하다, 통치하다)
- προεποικέω (to colonise before)
- προσοικέω (to dwell by or near, neighbouring tribes, to dwell in or near)
- προσσυνοικέω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- ὑπεροικέω (to dwell above or beyond)
- ὑποικέω (불명확하다)