헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παροικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παροικέω παροικήσω

형태분석: παρ (접두사) + οἰκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 인접하다, 이웃하다, 접하다, 접촉하다
  1. to dwell beside, dwell along the coast of, to live near, to dwell among, to lie near
  2. to live in, sojourn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροίκω

(나는) 인접한다

παροίκεις

(너는) 인접한다

παροίκει

(그는) 인접한다

쌍수 παροίκειτον

(너희 둘은) 인접한다

παροίκειτον

(그 둘은) 인접한다

복수 παροίκουμεν

(우리는) 인접한다

παροίκειτε

(너희는) 인접한다

παροίκουσιν*

(그들은) 인접한다

접속법단수 παροίκω

(나는) 인접하자

παροίκῃς

(너는) 인접하자

παροίκῃ

(그는) 인접하자

쌍수 παροίκητον

(너희 둘은) 인접하자

παροίκητον

(그 둘은) 인접하자

복수 παροίκωμεν

(우리는) 인접하자

παροίκητε

(너희는) 인접하자

παροίκωσιν*

(그들은) 인접하자

기원법단수 παροίκοιμι

(나는) 인접하기를 (바라다)

παροίκοις

(너는) 인접하기를 (바라다)

παροίκοι

(그는) 인접하기를 (바라다)

쌍수 παροίκοιτον

(너희 둘은) 인접하기를 (바라다)

παροικοίτην

(그 둘은) 인접하기를 (바라다)

복수 παροίκοιμεν

(우리는) 인접하기를 (바라다)

παροίκοιτε

(너희는) 인접하기를 (바라다)

παροίκοιεν

(그들은) 인접하기를 (바라다)

명령법단수 παροῖκει

(너는) 인접해라

παροικεῖτω

(그는) 인접해라

쌍수 παροίκειτον

(너희 둘은) 인접해라

παροικεῖτων

(그 둘은) 인접해라

복수 παροίκειτε

(너희는) 인접해라

παροικοῦντων, παροικεῖτωσαν

(그들은) 인접해라

부정사 παροίκειν

인접하는 것

분사 남성여성중성
παροικων

παροικουντος

παροικουσα

παροικουσης

παροικουν

παροικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροίκουμαι

(나는) 인접된다

παροίκει, παροίκῃ

(너는) 인접된다

παροίκειται

(그는) 인접된다

쌍수 παροίκεισθον

(너희 둘은) 인접된다

παροίκεισθον

(그 둘은) 인접된다

복수 παροικοῦμεθα

(우리는) 인접된다

παροίκεισθε

(너희는) 인접된다

παροίκουνται

(그들은) 인접된다

접속법단수 παροίκωμαι

(나는) 인접되자

παροίκῃ

(너는) 인접되자

παροίκηται

(그는) 인접되자

쌍수 παροίκησθον

(너희 둘은) 인접되자

παροίκησθον

(그 둘은) 인접되자

복수 παροικώμεθα

(우리는) 인접되자

παροίκησθε

(너희는) 인접되자

παροίκωνται

(그들은) 인접되자

기원법단수 παροικοίμην

(나는) 인접되기를 (바라다)

παροίκοιο

(너는) 인접되기를 (바라다)

παροίκοιτο

(그는) 인접되기를 (바라다)

쌍수 παροίκοισθον

(너희 둘은) 인접되기를 (바라다)

παροικοίσθην

(그 둘은) 인접되기를 (바라다)

복수 παροικοίμεθα

(우리는) 인접되기를 (바라다)

παροίκοισθε

(너희는) 인접되기를 (바라다)

παροίκοιντο

(그들은) 인접되기를 (바라다)

명령법단수 παροίκου

(너는) 인접되어라

παροικεῖσθω

(그는) 인접되어라

쌍수 παροίκεισθον

(너희 둘은) 인접되어라

παροικεῖσθων

(그 둘은) 인접되어라

복수 παροίκεισθε

(너희는) 인접되어라

παροικεῖσθων, παροικεῖσθωσαν

(그들은) 인접되어라

부정사 παροίκεισθαι

인접되는 것

분사 남성여성중성
παροικουμενος

παροικουμενου

παροικουμενη

παροικουμενης

παροικουμενον

παροικουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῷκουν

(나는) 인접하고 있었다

παρῷκεις

(너는) 인접하고 있었다

παρῷκειν*

(그는) 인접하고 있었다

쌍수 παρῴκειτον

(너희 둘은) 인접하고 있었다

παρῳκεῖτην

(그 둘은) 인접하고 있었다

복수 παρῴκουμεν

(우리는) 인접하고 있었다

παρῴκειτε

(너희는) 인접하고 있었다

παρῷκουν

(그들은) 인접하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῳκοῦμην

(나는) 인접되고 있었다

παρῴκου

(너는) 인접되고 있었다

παρῴκειτο

(그는) 인접되고 있었다

쌍수 παρῴκεισθον

(너희 둘은) 인접되고 있었다

παρῳκεῖσθην

(그 둘은) 인접되고 있었다

복수 παρῳκοῦμεθα

(우리는) 인접되고 있었다

παρῴκεισθε

(너희는) 인접되고 있었다

παρῴκουντο

(그들은) 인접되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ δώσω σοι καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖσ, πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰσ κατάσχεσιν αἰώνιον καὶ ἔσομαι αὐτοῖσ εἰσ Θεόν. (Septuagint, Liber Genesis 17:8)

    (70인역 성경, 창세기 17:8)

  • εἶπαν δὲ αὐτῷ. ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθεσ παροικεῖν. μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν̣ νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνουσ. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν. (Septuagint, Liber Genesis 19:9)

    (70인역 성경, 창세기 19:9)

  • καὶ ὥρκισέ με ὁ κύριόσ μου, λέγων. οὐ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, ἐν οἷσ ἐγὼ παροικῶ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, (Septuagint, Liber Genesis 24:37)

    (70인역 성경, 창세기 24:37)

  • καὶ παροίκει ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ εὐλογήσω σε. σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τῷ Ἁβραὰμ τῷ πατρί σου. (Septuagint, Liber Genesis 26:3)

    (70인역 성경, 창세기 26:3)

  • εἶπαν δὲ τῷ Φαραώ. παροικεῖν ἐν τῇ γῇ ἥκαμεν. οὐ γάρ ἐστι νομὴ τοῖσ κτήνεσι τῶν παίδων σου, ἐνίσχυσε γὰρ ὁ λιμὸσ ἐν γῇ Χαναάν. νῦν οὖν κατοικήσωμεν οἱ παῖδέσ σου ἐν γῇ Γεσέμ. (Septuagint, Liber Genesis 47:4)

    (70인역 성경, 창세기 47:4)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION