Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεπιλαμβάνομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνεπιλαμβάνομαι

Structure: συνεπιλαμβάν (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to take part in together, have a share in, partake in, to take part with or assist, in, to contribute towards increasing
  2. to take the part of
  3. to take part with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπιλαμβάνομαι συνεπιλαμβάνει, συνεπιλαμβάνῃ συνεπιλαμβάνεται
Dual συνεπιλαμβάνεσθον συνεπιλαμβάνεσθον
Plural συνεπιλαμβανόμεθα συνεπιλαμβάνεσθε συνεπιλαμβάνονται
SubjunctiveSingular συνεπιλαμβάνωμαι συνεπιλαμβάνῃ συνεπιλαμβάνηται
Dual συνεπιλαμβάνησθον συνεπιλαμβάνησθον
Plural συνεπιλαμβανώμεθα συνεπιλαμβάνησθε συνεπιλαμβάνωνται
OptativeSingular συνεπιλαμβανοίμην συνεπιλαμβάνοιο συνεπιλαμβάνοιτο
Dual συνεπιλαμβάνοισθον συνεπιλαμβανοίσθην
Plural συνεπιλαμβανοίμεθα συνεπιλαμβάνοισθε συνεπιλαμβάνοιντο
ImperativeSingular συνεπιλαμβάνου συνεπιλαμβανέσθω
Dual συνεπιλαμβάνεσθον συνεπιλαμβανέσθων
Plural συνεπιλαμβάνεσθε συνεπιλαμβανέσθων, συνεπιλαμβανέσθωσαν
Infinitive συνεπιλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπιλαμβανομενος συνεπιλαμβανομενου συνεπιλαμβανομενη συνεπιλαμβανομενης συνεπιλαμβανομενον συνεπιλαμβανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to take the part of

  2. to take part with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION