헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνέλκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνέλκω συνέλξω συνείλκυσα

형태분석: συν (접두사) + έ̔λκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 옮다, 계약하다, 고용하다, 맹세하다
  1. to draw together, to draw up, contract
  2. to draw out along with, to help to draw out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέλκω

(나는) 옮는다

συνέλκεις

(너는) 옮는다

συνέλκει

(그는) 옮는다

쌍수 συνέλκετον

(너희 둘은) 옮는다

συνέλκετον

(그 둘은) 옮는다

복수 συνέλκομεν

(우리는) 옮는다

συνέλκετε

(너희는) 옮는다

συνέλκουσιν*

(그들은) 옮는다

접속법단수 συνέλκω

(나는) 옮자

συνέλκῃς

(너는) 옮자

συνέλκῃ

(그는) 옮자

쌍수 συνέλκητον

(너희 둘은) 옮자

συνέλκητον

(그 둘은) 옮자

복수 συνέλκωμεν

(우리는) 옮자

συνέλκητε

(너희는) 옮자

συνέλκωσιν*

(그들은) 옮자

기원법단수 συνέλκοιμι

(나는) 옮기를 (바라다)

συνέλκοις

(너는) 옮기를 (바라다)

συνέλκοι

(그는) 옮기를 (바라다)

쌍수 συνέλκοιτον

(너희 둘은) 옮기를 (바라다)

συνελκοίτην

(그 둘은) 옮기를 (바라다)

복수 συνέλκοιμεν

(우리는) 옮기를 (바라다)

συνέλκοιτε

(너희는) 옮기를 (바라다)

συνέλκοιεν

(그들은) 옮기를 (바라다)

명령법단수 συνέλκε

(너는) 옮아라

συνελκέτω

(그는) 옮아라

쌍수 συνέλκετον

(너희 둘은) 옮아라

συνελκέτων

(그 둘은) 옮아라

복수 συνέλκετε

(너희는) 옮아라

συνελκόντων, συνελκέτωσαν

(그들은) 옮아라

부정사 συνέλκειν

옮는 것

분사 남성여성중성
συνελκων

συνελκοντος

συνελκουσα

συνελκουσης

συνελκον

συνελκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέλκομαι

(나는) 옮어진다

συνέλκει, συνέλκῃ

(너는) 옮어진다

συνέλκεται

(그는) 옮어진다

쌍수 συνέλκεσθον

(너희 둘은) 옮어진다

συνέλκεσθον

(그 둘은) 옮어진다

복수 συνελκόμεθα

(우리는) 옮어진다

συνέλκεσθε

(너희는) 옮어진다

συνέλκονται

(그들은) 옮어진다

접속법단수 συνέλκωμαι

(나는) 옮어지자

συνέλκῃ

(너는) 옮어지자

συνέλκηται

(그는) 옮어지자

쌍수 συνέλκησθον

(너희 둘은) 옮어지자

συνέλκησθον

(그 둘은) 옮어지자

복수 συνελκώμεθα

(우리는) 옮어지자

συνέλκησθε

(너희는) 옮어지자

συνέλκωνται

(그들은) 옮어지자

기원법단수 συνελκοίμην

(나는) 옮어지기를 (바라다)

συνέλκοιο

(너는) 옮어지기를 (바라다)

συνέλκοιτο

(그는) 옮어지기를 (바라다)

쌍수 συνέλκοισθον

(너희 둘은) 옮어지기를 (바라다)

συνελκοίσθην

(그 둘은) 옮어지기를 (바라다)

복수 συνελκοίμεθα

(우리는) 옮어지기를 (바라다)

συνέλκοισθε

(너희는) 옮어지기를 (바라다)

συνέλκοιντο

(그들은) 옮어지기를 (바라다)

명령법단수 συνέλκου

(너는) 옮어져라

συνελκέσθω

(그는) 옮어져라

쌍수 συνέλκεσθον

(너희 둘은) 옮어져라

συνελκέσθων

(그 둘은) 옮어져라

복수 συνέλκεσθε

(너희는) 옮어져라

συνελκέσθων, συνελκέσθωσαν

(그들은) 옮어져라

부정사 συνέλκεσθαι

옮어지는 것

분사 남성여성중성
συνελκομενος

συνελκομενου

συνελκομενη

συνελκομενης

συνελκομενον

συνελκομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέλξω

(나는) 옮겠다

συνέλξεις

(너는) 옮겠다

συνέλξει

(그는) 옮겠다

쌍수 συνέλξετον

(너희 둘은) 옮겠다

συνέλξετον

(그 둘은) 옮겠다

복수 συνέλξομεν

(우리는) 옮겠다

συνέλξετε

(너희는) 옮겠다

συνέλξουσιν*

(그들은) 옮겠다

기원법단수 συνέλξοιμι

(나는) 옮겠기를 (바라다)

συνέλξοις

(너는) 옮겠기를 (바라다)

συνέλξοι

(그는) 옮겠기를 (바라다)

쌍수 συνέλξοιτον

(너희 둘은) 옮겠기를 (바라다)

συνελξοίτην

(그 둘은) 옮겠기를 (바라다)

복수 συνέλξοιμεν

(우리는) 옮겠기를 (바라다)

συνέλξοιτε

(너희는) 옮겠기를 (바라다)

συνέλξοιεν

(그들은) 옮겠기를 (바라다)

부정사 συνέλξειν

옮을 것

분사 남성여성중성
συνελξων

συνελξοντος

συνελξουσα

συνελξουσης

συνελξον

συνελξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέλξομαι

(나는) 옮어지겠다

συνέλξει, συνέλξῃ

(너는) 옮어지겠다

συνέλξεται

(그는) 옮어지겠다

쌍수 συνέλξεσθον

(너희 둘은) 옮어지겠다

συνέλξεσθον

(그 둘은) 옮어지겠다

복수 συνελξόμεθα

(우리는) 옮어지겠다

συνέλξεσθε

(너희는) 옮어지겠다

συνέλξονται

(그들은) 옮어지겠다

기원법단수 συνελξοίμην

(나는) 옮어지겠기를 (바라다)

συνέλξοιο

(너는) 옮어지겠기를 (바라다)

συνέλξοιτο

(그는) 옮어지겠기를 (바라다)

쌍수 συνέλξοισθον

(너희 둘은) 옮어지겠기를 (바라다)

συνελξοίσθην

(그 둘은) 옮어지겠기를 (바라다)

복수 συνελξοίμεθα

(우리는) 옮어지겠기를 (바라다)

συνέλξοισθε

(너희는) 옮어지겠기를 (바라다)

συνέλξοιντο

(그들은) 옮어지겠기를 (바라다)

부정사 συνέλξεσθαι

옮어질 것

분사 남성여성중성
συνελξομενος

συνελξομενου

συνελξομενη

συνελξομενης

συνελξομενον

συνελξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεῖλκον

(나는) 옮고 있었다

συνεῖλκες

(너는) 옮고 있었다

συνεῖλκεν*

(그는) 옮고 있었다

쌍수 συνείλκετον

(너희 둘은) 옮고 있었다

συνειλκέτην

(그 둘은) 옮고 있었다

복수 συνείλκομεν

(우리는) 옮고 있었다

συνείλκετε

(너희는) 옮고 있었다

συνεῖλκον

(그들은) 옮고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνειλκόμην

(나는) 옮어지고 있었다

συνείλκου

(너는) 옮어지고 있었다

συνείλκετο

(그는) 옮어지고 있었다

쌍수 συνείλκεσθον

(너희 둘은) 옮어지고 있었다

συνειλκέσθην

(그 둘은) 옮어지고 있었다

복수 συνειλκόμεθα

(우리는) 옮어지고 있었다

συνείλκεσθε

(너희는) 옮어지고 있었다

συνείλκοντο

(그들은) 옮어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνειλκύσαα

(나는) 옮았다

συνειλκύσαας

(너는) 옮았다

συνειλκῦσᾱν*

(그는) 옮았다

쌍수 συνειλκυσάατον

(너희 둘은) 옮았다

συνειλκυσαάτην

(그 둘은) 옮았다

복수 συνειλκυσάαμεν

(우리는) 옮았다

συνειλκυσάατε

(너희는) 옮았다

συνειλκύσααν

(그들은) 옮았다

접속법단수 συνελκύσω

(나는) 옮았자

συνελκύσῃς

(너는) 옮았자

συνελκύσῃ

(그는) 옮았자

쌍수 συνελκύσητον

(너희 둘은) 옮았자

συνελκύσητον

(그 둘은) 옮았자

복수 συνελκύσωμεν

(우리는) 옮았자

συνελκύσητε

(너희는) 옮았자

συνελκύσωσιν*

(그들은) 옮았자

기원법단수 συνελκυσάαιμι

(나는) 옮았기를 (바라다)

συνελκυσάαις

(너는) 옮았기를 (바라다)

συνελκυσάαι

(그는) 옮았기를 (바라다)

쌍수 συνελκυσάαιτον

(너희 둘은) 옮았기를 (바라다)

συνελκυσααίτην

(그 둘은) 옮았기를 (바라다)

복수 συνελκυσάαιμεν

(우리는) 옮았기를 (바라다)

συνελκυσάαιτε

(너희는) 옮았기를 (바라다)

συνελκυσάαιεν

(그들은) 옮았기를 (바라다)

명령법단수 συνελκῦσων

(너는) 옮았어라

συνελκυσαάτω

(그는) 옮았어라

쌍수 συνελκυσάατον

(너희 둘은) 옮았어라

συνελκυσαάτων

(그 둘은) 옮았어라

복수 συνελκυσάατε

(너희는) 옮았어라

συνελκυσαάντων

(그들은) 옮았어라

부정사 συνελκυσάαι

옮았는 것

분사 남성여성중성
συνελκυσαᾱς

συνελκυσααντος

συνελκυσαᾱσα

συνελκυσαᾱσης

συνελκυσααν

συνελκυσααντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνειλκυσαάμην

(나는) 옮어졌다

συνειλκύσω

(너는) 옮어졌다

συνειλκυσάατο

(그는) 옮어졌다

쌍수 συνειλκυσάασθον

(너희 둘은) 옮어졌다

συνειλκυσαάσθην

(그 둘은) 옮어졌다

복수 συνειλκυσαάμεθα

(우리는) 옮어졌다

συνειλκυσάασθε

(너희는) 옮어졌다

συνειλκυσάαντο

(그들은) 옮어졌다

접속법단수 συνελκύσωμαι

(나는) 옮어졌자

συνελκύσῃ

(너는) 옮어졌자

συνελκύσηται

(그는) 옮어졌자

쌍수 συνελκύσησθον

(너희 둘은) 옮어졌자

συνελκύσησθον

(그 둘은) 옮어졌자

복수 συνελκυσώμεθα

(우리는) 옮어졌자

συνελκύσησθε

(너희는) 옮어졌자

συνελκύσωνται

(그들은) 옮어졌자

기원법단수 συνελκυσααίμην

(나는) 옮어졌기를 (바라다)

συνελκυσάαιο

(너는) 옮어졌기를 (바라다)

συνελκυσάαιτο

(그는) 옮어졌기를 (바라다)

쌍수 συνελκυσάαισθον

(너희 둘은) 옮어졌기를 (바라다)

συνελκυσααίσθην

(그 둘은) 옮어졌기를 (바라다)

복수 συνελκυσααίμεθα

(우리는) 옮어졌기를 (바라다)

συνελκυσάαισθε

(너희는) 옮어졌기를 (바라다)

συνελκυσάαιντο

(그들은) 옮어졌기를 (바라다)

명령법단수 συνελκύσααι

(너는) 옮어졌어라

συνελκυσαάσθω

(그는) 옮어졌어라

쌍수 συνελκυσάασθον

(너희 둘은) 옮어졌어라

συνελκυσαάσθων

(그 둘은) 옮어졌어라

복수 συνελκυσάασθε

(너희는) 옮어졌어라

συνελκυσαάσθων

(그들은) 옮어졌어라

부정사 συνελκύσᾱσθαι

옮어졌는 것

분사 남성여성중성
συνελκυσααμενος

συνελκυσααμενου

συνελκυσααμενη

συνελκυσααμενης

συνελκυσααμενον

συνελκυσααμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱο͂ν κελεύσαντοσ καθῆσθαι ἑστάναι ἐν τῇ νηί, ἂν αὐτῷ ἐπίῃ, κἂν κελεύσῃ ἀντλεῖν ποτε ἢ συνέλκειν τὰ ἱστία, μήτ̓ ἀντλῆσαι μήθ̓ ἅψασθαι τῶν κάλων, οὐδὲ τοῦτον εἴποι ἂν ἐλεύθερον οὐδὲ ζηλωτόν, ὅτι πράττει τὰ δοκοῦντα αὑτῷ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 8:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 8:1)

  • οὗτοσ ἦν μὲν καὶ ἀπόγονοσ τῶν Γιγάντων, ἔχων δὲ καὶ ξυστόν, οὗ τὴν λαβὴν συνέλκειν σταθμὸν σίκλουσ τριακοσίουσ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν καὶ ῥομφαίαν ὡρ́μησεν ἐπιστραφεὶσ ὡσ ἀποκτενῶν τὸν τῶν πολεμίων βασιλέα· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 366:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 7 366:1)

유의어

  1. 옮다

  2. to draw out along with

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION