헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαθέλκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαθέλκω συγκαθέλξω συγκαθείλκυσα

형태분석: συγ (접두사) + κατ (접두사) + έ̔λκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to drag down together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθέλκω

συγκαθέλκεις

συγκαθέλκει

쌍수 συγκαθέλκετον

συγκαθέλκετον

복수 συγκαθέλκομεν

συγκαθέλκετε

συγκαθέλκουσιν*

접속법단수 συγκαθέλκω

συγκαθέλκῃς

συγκαθέλκῃ

쌍수 συγκαθέλκητον

συγκαθέλκητον

복수 συγκαθέλκωμεν

συγκαθέλκητε

συγκαθέλκωσιν*

기원법단수 συγκαθέλκοιμι

συγκαθέλκοις

συγκαθέλκοι

쌍수 συγκαθέλκοιτον

συγκαθελκοίτην

복수 συγκαθέλκοιμεν

συγκαθέλκοιτε

συγκαθέλκοιεν

명령법단수 συγκαθέλκε

συγκαθελκέτω

쌍수 συγκαθέλκετον

συγκαθελκέτων

복수 συγκαθέλκετε

συγκαθελκόντων, συγκαθελκέτωσαν

부정사 συγκαθέλκειν

분사 남성여성중성
συγκαθελκων

συγκαθελκοντος

συγκαθελκουσα

συγκαθελκουσης

συγκαθελκον

συγκαθελκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθέλκομαι

συγκαθέλκει, συγκαθέλκῃ

συγκαθέλκεται

쌍수 συγκαθέλκεσθον

συγκαθέλκεσθον

복수 συγκαθελκόμεθα

συγκαθέλκεσθε

συγκαθέλκονται

접속법단수 συγκαθέλκωμαι

συγκαθέλκῃ

συγκαθέλκηται

쌍수 συγκαθέλκησθον

συγκαθέλκησθον

복수 συγκαθελκώμεθα

συγκαθέλκησθε

συγκαθέλκωνται

기원법단수 συγκαθελκοίμην

συγκαθέλκοιο

συγκαθέλκοιτο

쌍수 συγκαθέλκοισθον

συγκαθελκοίσθην

복수 συγκαθελκοίμεθα

συγκαθέλκοισθε

συγκαθέλκοιντο

명령법단수 συγκαθέλκου

συγκαθελκέσθω

쌍수 συγκαθέλκεσθον

συγκαθελκέσθων

복수 συγκαθέλκεσθε

συγκαθελκέσθων, συγκαθελκέσθωσαν

부정사 συγκαθέλκεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαθελκομενος

συγκαθελκομενου

συγκαθελκομενη

συγκαθελκομενης

συγκαθελκομενον

συγκαθελκομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθεῖλκυσα

συγκαθεῖλκυσας

συγκαθεῖλκυσεν*

쌍수 συγκαθείλκυσατον

συγκαθειλκῦσατην

복수 συγκαθείλκυσαμεν

συγκαθείλκυσατε

συγκαθεῖλκυσαν

접속법단수 συγκαθελκύσω

συγκαθελκύσῃς

συγκαθελκύσῃ

쌍수 συγκαθελκύσητον

συγκαθελκύσητον

복수 συγκαθελκύσωμεν

συγκαθελκύσητε

συγκαθελκύσωσιν*

기원법단수 συγκαθελκύσαιμι

συγκαθελκύσαις

συγκαθελκύσαι

쌍수 συγκαθελκύσαιτον

συγκαθελκυσαίτην

복수 συγκαθελκύσαιμεν

συγκαθελκύσαιτε

συγκαθελκύσαιεν

명령법단수 συγκαθέλκυσον

συγκαθελκυσάτω

쌍수 συγκαθελκύσατον

συγκαθελκυσάτων

복수 συγκαθελκύσατε

συγκαθελκυσάντων

부정사 συγκαθελκύσαι

분사 남성여성중성
συγκαθελκυσᾱς

συγκαθελκυσαντος

συγκαθελκυσᾱσα

συγκαθελκυσᾱσης

συγκαθελκυσαν

συγκαθελκυσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθειλκῦσαμην

συγκαθείλκυσω

συγκαθείλκυσατο

쌍수 συγκαθείλκυσασθον

συγκαθειλκῦσασθην

복수 συγκαθειλκῦσαμεθα

συγκαθείλκυσασθε

συγκαθείλκυσαντο

접속법단수 συγκαθελκύσωμαι

συγκαθελκύσῃ

συγκαθελκύσηται

쌍수 συγκαθελκύσησθον

συγκαθελκύσησθον

복수 συγκαθελκυσώμεθα

συγκαθελκύσησθε

συγκαθελκύσωνται

기원법단수 συγκαθελκυσαίμην

συγκαθελκύσαιο

συγκαθελκύσαιτο

쌍수 συγκαθελκύσαισθον

συγκαθελκυσαίσθην

복수 συγκαθελκυσαίμεθα

συγκαθελκύσαισθε

συγκαθελκύσαιντο

명령법단수 συγκαθέλκυσαι

συγκαθελκυσάσθω

쌍수 συγκαθελκύσασθον

συγκαθελκυσάσθων

복수 συγκαθελκύσασθε

συγκαθελκυσάσθων

부정사 συγκαθελκύσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαθελκυσαμενος

συγκαθελκυσαμενου

συγκαθελκυσαμενη

συγκαθελκυσαμενης

συγκαθελκυσαμενον

συγκαθελκυσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to drag down together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION