συνεκπέμπω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνεκπέμπω
συνεκπέμψω
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἐκ
(접두사)
+
πέμπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ μὲν οὖν περὶ τὸν Δίωνα τοῦτο τέλοσ ᾤοντο τῆσ ὀργῆσ γεγονέναι, καὶ τὸν Πλάτωνα σπεύδοντα συνεξέπεμπον ἐπὶ τριήρουσ, ἣ Πόλλιν ἐκόμιζεν εἰσ τὴν Ἑλλάδα τὸν Σπαρτιάτην ὁ δὲ Διονύσιοσ κρύφα τοῦ Πόλλιδοσ ἐποιήσατο δέησιν μάλιστα μὲν ἀποκτεῖναι τὸν ἄνδρα κατὰ πλοῦν, εἰ δὲ μή, πάντωσ ἀποδόσθαι· (Plutarch, Dion, chapter 5 2:3)
(플루타르코스, Dion, chapter 5 2:3)
- καὶ ἐκπέμπουσι Τελευτίαν μὲν ἁρμοστήν, τὴν δ’ εἰσ τοὺσ μυρίουσ σύνταξιν αὐτοί τε ἅπαντασ συνεξέπεμπον, καὶ εἰσ τὰσ συμμαχίδασ πόλεισ σκυτάλασ διέπεμπον, κελεύοντεσ ἀκολουθεῖν Τελευτίᾳ κατὰ τὸ δόγμα τῶν συμμάχων. (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 42:2)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 2 42:2)
파생어
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀποπέμπω (개가하다, 이혼하다, 무시하다)
- διαπέμπω (전달하다, 보내다, 전송하다)
- εἰσπέμπω (가져오다, 안으로 보내다, 안에 넣다)
- ἐκπέμπω (출발하다, 떠나다, 떠나가다)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- μεταπέμπω (소환하다, 부르다, 불러내다)
- παραπέμπω (호위하다, 인도하다, 우회시키다)
- πέμπω (보내다, 추진하다, 진척시키다)
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (보내다, 있다, 돌보다)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)