헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιατρίβω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιατρίβω συνδιατρίψω

형태분석: συν (접두사) + διατρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pass or spend, with or together
  2. to live constantly with
  3. to occupy oneself with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιατρίβω

συνδιατρίβεις

συνδιατρίβει

쌍수 συνδιατρίβετον

συνδιατρίβετον

복수 συνδιατρίβομεν

συνδιατρίβετε

συνδιατρίβουσιν*

접속법단수 συνδιατρίβω

συνδιατρίβῃς

συνδιατρίβῃ

쌍수 συνδιατρίβητον

συνδιατρίβητον

복수 συνδιατρίβωμεν

συνδιατρίβητε

συνδιατρίβωσιν*

기원법단수 συνδιατρίβοιμι

συνδιατρίβοις

συνδιατρίβοι

쌍수 συνδιατρίβοιτον

συνδιατριβοίτην

복수 συνδιατρίβοιμεν

συνδιατρίβοιτε

συνδιατρίβοιεν

명령법단수 συνδιάτριβε

συνδιατριβέτω

쌍수 συνδιατρίβετον

συνδιατριβέτων

복수 συνδιατρίβετε

συνδιατριβόντων, συνδιατριβέτωσαν

부정사 συνδιατρίβειν

분사 남성여성중성
συνδιατριβων

συνδιατριβοντος

συνδιατριβουσα

συνδιατριβουσης

συνδιατριβον

συνδιατριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιατρίβομαι

συνδιατρίβει, συνδιατρίβῃ

συνδιατρίβεται

쌍수 συνδιατρίβεσθον

συνδιατρίβεσθον

복수 συνδιατριβόμεθα

συνδιατρίβεσθε

συνδιατρίβονται

접속법단수 συνδιατρίβωμαι

συνδιατρίβῃ

συνδιατρίβηται

쌍수 συνδιατρίβησθον

συνδιατρίβησθον

복수 συνδιατριβώμεθα

συνδιατρίβησθε

συνδιατρίβωνται

기원법단수 συνδιατριβοίμην

συνδιατρίβοιο

συνδιατρίβοιτο

쌍수 συνδιατρίβοισθον

συνδιατριβοίσθην

복수 συνδιατριβοίμεθα

συνδιατρίβοισθε

συνδιατρίβοιντο

명령법단수 συνδιατρίβου

συνδιατριβέσθω

쌍수 συνδιατρίβεσθον

συνδιατριβέσθων

복수 συνδιατρίβεσθε

συνδιατριβέσθων, συνδιατριβέσθωσαν

부정사 συνδιατρίβεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιατριβομενος

συνδιατριβομενου

συνδιατριβομενη

συνδιατριβομενης

συνδιατριβομενον

συνδιατριβομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιατρίψω

συνδιατρίψεις

συνδιατρίψει

쌍수 συνδιατρίψετον

συνδιατρίψετον

복수 συνδιατρίψομεν

συνδιατρίψετε

συνδιατρίψουσιν*

기원법단수 συνδιατρίψοιμι

συνδιατρίψοις

συνδιατρίψοι

쌍수 συνδιατρίψοιτον

συνδιατριψοίτην

복수 συνδιατρίψοιμεν

συνδιατρίψοιτε

συνδιατρίψοιεν

부정사 συνδιατρίψειν

분사 남성여성중성
συνδιατριψων

συνδιατριψοντος

συνδιατριψουσα

συνδιατριψουσης

συνδιατριψον

συνδιατριψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιατρίψομαι

συνδιατρίψει, συνδιατρίψῃ

συνδιατρίψεται

쌍수 συνδιατρίψεσθον

συνδιατρίψεσθον

복수 συνδιατριψόμεθα

συνδιατρίψεσθε

συνδιατρίψονται

기원법단수 συνδιατριψοίμην

συνδιατρίψοιο

συνδιατρίψοιτο

쌍수 συνδιατρίψοισθον

συνδιατριψοίσθην

복수 συνδιατριψοίμεθα

συνδιατρίψοισθε

συνδιατρίψοιντο

부정사 συνδιατρίψεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιατριψομενος

συνδιατριψομενου

συνδιατριψομενη

συνδιατριψομενης

συνδιατριψομενον

συνδιατριψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ γοῦν μοι τἀληθέσ, ὦ Ἑρμῆ, ἂν εἴποισ μόνοσ, ἅτε συνὼν αὐτοῖσ τὰ πολλὰ καὶ συνδιατρίβων ἒν τε γυμνασίοισ καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ‐ καὶ ἀγοραῖοσ γὰρ εἶ καὶ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ κηρύττεισ ‐ ὁποῖοι γεγένηνται καὶ εἰ δυνατή μοι παρ’ αὐτοῖσ ἡ μονή. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:7)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:7)

  • ἀμέλει καὶ πράττων ταῦτα διετέλει, οὐ μόνον προῖκα τοῖσ ἀξιοῦσι συνδιατρίβων, ἀλλὰ καὶ τοῖσ δεομένοισ ἐπαρκῶν καὶ πάσησ περιουσίασ καταφρονῶν, τοσούτου δέων ὀρέγεσθαι τῶν οὐδὲν προσηκόντων, ὥστε μηδὲ τῶν ἑαυτοῦ φθειρομένων ποιεῖσθαι πρόνοιαν, ὅσ γε καὶ ἀγρὸν οὐ πόρρω τῆσ πόλεωσ κεκτημένοσ οὐδὲ ἐπιβῆναι αὐτοῦ πολλῶν ἐτῶν ἠξίωσεν, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν ἀρχὴν αὑτοῦ εἶναι διωμολόγει, ταῦτ’ οἶμαι ὑπειληφώσ, ὅτι τούτων φύσει μὲν οὐδενόσ ἐσμεν κύριοι, νόμῳ δὲ καὶ διαδοχῇ τὴν χρῆσιν αὐτῶν εἰσ ἀόριστον παραλαμβάνοντεσ ὀλιγοχρόνιοι δεσπόται νομιζόμεθα, κἀπειδὰν ἡ προθεσμία παρέλθῃ, τηνικαῦτα παραλαβὼν ἄλλοσ ἀπολαύει τοῦ ὀνόματοσ. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 26:1)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 26:1)

  • τούτοισ γὰρ τοῖσ ἀνδράσιν οὐδεὶσ ἀγαθὸσ σύμβουλοσ εἶναι δοκεῖ, οὐ στρατηγὸσ φρόνιμοσ,1 οὐ σοφιστὴσ ἀξιόλογοσ, οὐ ποιητὴσ ὠφέλιμοσ, οὐ δῆμοσ εὐλόγιστοσ ἀλλ’ ἢ Σωκράτησ ὁ μετὰ τῶν Ἀσπασίασ αὐλητρίδων ἐπὶ τῶν ἐργαστηρίων συνδιατρίβων καὶ Πίστωνι τῷ θωρακοποιῷ διαλεγόμενοσ καὶ Θεοδότην διδάσκων τὴν ἑταίραν ὡσ δεῖ τοὺσ ἐραστὰσ παλεύειν,3 ὡσ Ξενοφῶν παρίστησιν ἐν δευτέρῳ Ἀπομνημονευμάτων, τοιαῦτα γὰρ ποιεῖ αὐτὸν παραγγέλματα τῇ Θεοδότῃ λέγοντα, ἃ οὔτε Νικὼ ἡ Σαμία ἢ Καλλιστράτη ἡ Λεσβία ἢ Φιλαινὶσ ἡ Λευκαδία, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Ἀθηναῖοσ Πυθόνικοσ συνεωράκασιν πόθων θέλγητρα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 63 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 63 1:2)

  • τίσ δὲ πατήρ, ἐὰν ὁ παῖσ αὐτοῦ συνδιατρίβων τῳ σωφρονῇ, ὕστερον δὲ ἄλλῳ τῳ συγγενόμενοσ πονηρὸσ γένηται, τὸν πρόσθεν αἰτιᾶται, ἀλλ’ οὐχ ὅσῳ ἂν παρὰ τῷ ὑστέρῳ χείρων φαίνηται, τοσούτῳ μᾶλλον ἐπαινεῖ τὸν πρότερον; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 33:2)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 2 33:2)

  • διὸ καὶ τούτοισ ὁμιλῶν καὶ συνδιατρίβων ὠνομάσθη μὲν εἷσ τῶν ἑπτὰ σοφῶν καὶ τὸ πρωτεῖον τῆσ συνέσεωσ οὐ μόνον παρὰ τούτοισ τοῖσ ἀνδράσιν, ἀλλὰ καὶ παρὰ πᾶσι τοῖσ θαυμαζομένοισ ἀπηνέγκατο. (Diodorus Siculus, Library, fragmenta libri ix, chapter 1 4:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, fragmenta libri ix, chapter 1 4:2)

유의어

  1. to pass or spend

  2. to live constantly with

  3. to occupy oneself with

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION