συναρμόζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συναρμόζω
συνηρμόσθην
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to fit together, to close
- to put together
- to combine in act or thought
- to adapt
- to fit together, agree
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐδ’ ἔστιν οὐδεὶσ οὕτωσ ἀπειρόκαλοσ καὶ ἀνόητοσ ὥστε εἰσ οἰκίαν ἀφελῆ καὶ δημοτικὴν εἰσφέρειν κλίνασ ἀργυρόποδασ καὶ στρωμνὰσ ἁλουργεῖσ καὶ χρυσᾶσ κύλικασ καὶ τὴν τούτοισ ἑπομένην πολυτέλειαν, ἀλλ’ ἀνάγκη συναρμόζεσθαι καὶ συνεξομοιοῦν τῇ μὲν οἰκίᾳ τὴν κλίνην, τῇ δὲ κλίνῃ τὴν ἐσθῆτα, ταύτῃ δὲ τὴν ἄλλην χορηγίαν καὶ κατασκευήν, ἐκ δὲ ταύτησ τῆσ συνηθείασ φασὶ καὶ Λεωτυχίδην τὸν πρεσβύτερον ἐν Κορίνθῳ δειπνοῦντα, καὶ θεασάμενον τῆσ στέγησ τοῦ οἴκου τὴν κατασκευὴν πολυτελῆ καὶ φατνωματικήν, ἐρωτῆσαι τὸν ξένον εἰ τετράγωνα παρ’ αὐτοῖσ τὰ ξύλα φύεται. (Plutarch, Lycurgus, chapter 13 4:1)
Synonyms
-
to fit together
-
to put together
- συντίθημι (to put together)
- συναποσβέννυμι (to put out with or together, to be put out together)
- συντίθημι (to put together, to close)
- κολλάω (to put together, build)
- συστολίζω (to put together, fabricate)
- ἐκποιέω (to put out)
- ἐξαποδύνω (to put off)
- περιάγω (to put off)
- προστίθημι (to put to, to put to)
- προσβάλλω (to put in)
- ἐφίημι (to put, to)
- παρωθέω (to put off)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
- συγχειρουργέω (to put hand to, together, to accomplish)
- συνεκβαίνω (to go out together)
- συναποικίζω (to go as, together)
- συναναβαίνω (to go up with or together, with)
- συλλαμβάνω (I put together, close, enclose)
- συμβιβάζω (to put together, compare, examine)
- συντίθημι (to put together, take in, comprise)
-
to adapt
-
to fit together
Derived
- ἁρμόζω (I fit together, join, I betroth)
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- ἐφαρμόζω (to fit on or to, to fit, to be adapted to)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)