헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναρμόζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναρμόζω συνηρμόσθην

형태분석: συν (접두사) + ἁρμόζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닫다, 감다, 감기다
  2. 함께 두다, 합치다
  3. 맞추다, 적응시키다
  4. 일치하다, 합의하다, 동의하다
  1. to fit together, to close
  2. to put together
  3. to combine in act or thought
  4. to adapt
  5. to fit together, agree

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναρμόζω

(나는) 닫는다

συναρμόζεις

(너는) 닫는다

συναρμόζει

(그는) 닫는다

쌍수 συναρμόζετον

(너희 둘은) 닫는다

συναρμόζετον

(그 둘은) 닫는다

복수 συναρμόζομεν

(우리는) 닫는다

συναρμόζετε

(너희는) 닫는다

συναρμόζουσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 συναρμόζω

(나는) 닫자

συναρμόζῃς

(너는) 닫자

συναρμόζῃ

(그는) 닫자

쌍수 συναρμόζητον

(너희 둘은) 닫자

συναρμόζητον

(그 둘은) 닫자

복수 συναρμόζωμεν

(우리는) 닫자

συναρμόζητε

(너희는) 닫자

συναρμόζωσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 συναρμόζοιμι

(나는) 닫기를 (바라다)

συναρμόζοις

(너는) 닫기를 (바라다)

συναρμόζοι

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 συναρμόζοιτον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

συναρμοζοίτην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 συναρμόζοιμεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

συναρμόζοιτε

(너희는) 닫기를 (바라다)

συναρμόζοιεν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 συνάρμοζε

(너는) 닫아라

συναρμοζέτω

(그는) 닫아라

쌍수 συναρμόζετον

(너희 둘은) 닫아라

συναρμοζέτων

(그 둘은) 닫아라

복수 συναρμόζετε

(너희는) 닫아라

συναρμοζόντων, συναρμοζέτωσαν

(그들은) 닫아라

부정사 συναρμόζειν

닫는 것

분사 남성여성중성
συναρμοζων

συναρμοζοντος

συναρμοζουσα

συναρμοζουσης

συναρμοζον

συναρμοζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναρμόζομαι

(나는) 닫힌다

συναρμόζει, συναρμόζῃ

(너는) 닫힌다

συναρμόζεται

(그는) 닫힌다

쌍수 συναρμόζεσθον

(너희 둘은) 닫힌다

συναρμόζεσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 συναρμοζόμεθα

(우리는) 닫힌다

συναρμόζεσθε

(너희는) 닫힌다

συναρμόζονται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 συναρμόζωμαι

(나는) 닫히자

συναρμόζῃ

(너는) 닫히자

συναρμόζηται

(그는) 닫히자

쌍수 συναρμόζησθον

(너희 둘은) 닫히자

συναρμόζησθον

(그 둘은) 닫히자

복수 συναρμοζώμεθα

(우리는) 닫히자

συναρμόζησθε

(너희는) 닫히자

συναρμόζωνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 συναρμοζοίμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

συναρμόζοιο

(너는) 닫히기를 (바라다)

συναρμόζοιτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 συναρμόζοισθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

συναρμοζοίσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 συναρμοζοίμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

συναρμόζοισθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

συναρμόζοιντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 συναρμόζου

(너는) 닫혀라

συναρμοζέσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 συναρμόζεσθον

(너희 둘은) 닫혀라

συναρμοζέσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 συναρμόζεσθε

(너희는) 닫혀라

συναρμοζέσθων, συναρμοζέσθωσαν

(그들은) 닫혀라

부정사 συναρμόζεσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
συναρμοζομενος

συναρμοζομενου

συναρμοζομενη

συναρμοζομενης

συναρμοζομενον

συναρμοζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήρμοζον

(나는) 닫고 있었다

συνήρμοζες

(너는) 닫고 있었다

συνήρμοζεν*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 συνηρμόζετον

(너희 둘은) 닫고 있었다

συνηρμοζέτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 συνηρμόζομεν

(우리는) 닫고 있었다

συνηρμόζετε

(너희는) 닫고 있었다

συνήρμοζον

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηρμοζόμην

(나는) 닫히고 있었다

συνηρμόζου

(너는) 닫히고 있었다

συνηρμόζετο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 συνηρμόζεσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

συνηρμοζέσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 συνηρμοζόμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

συνηρμόζεσθε

(너희는) 닫히고 있었다

συνηρμόζοντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδ’ ἔστιν οὐδεὶσ οὕτωσ ἀπειρόκαλοσ καὶ ἀνόητοσ ὥστε εἰσ οἰκίαν ἀφελῆ καὶ δημοτικὴν εἰσφέρειν κλίνασ ἀργυρόποδασ καὶ στρωμνὰσ ἁλουργεῖσ καὶ χρυσᾶσ κύλικασ καὶ τὴν τούτοισ ἑπομένην πολυτέλειαν, ἀλλ’ ἀνάγκη συναρμόζεσθαι καὶ συνεξομοιοῦν τῇ μὲν οἰκίᾳ τὴν κλίνην, τῇ δὲ κλίνῃ τὴν ἐσθῆτα, ταύτῃ δὲ τὴν ἄλλην χορηγίαν καὶ κατασκευήν, ἐκ δὲ ταύτησ τῆσ συνηθείασ φασὶ καὶ Λεωτυχίδην τὸν πρεσβύτερον ἐν Κορίνθῳ δειπνοῦντα, καὶ θεασάμενον τῆσ στέγησ τοῦ οἴκου τὴν κατασκευὴν πολυτελῆ καὶ φατνωματικήν, ἐρωτῆσαι τὸν ξένον εἰ τετράγωνα παρ’ αὐτοῖσ τὰ ξύλα φύεται. (Plutarch, Lycurgus, chapter 13 4:1)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 13 4:1)

유의어

  1. 닫다

  2. 함께 두다

  3. 맞추다

  4. 일치하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION