Ancient Greek-English Dictionary Language

συστολίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συστολίζω

Structure: συ (Prefix) + στολίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = suste/llw

Sense

  1. to put together, fabricate
  2. to unite

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συστολίζω συστολίζεις συστολίζει
Dual συστολίζετον συστολίζετον
Plural συστολίζομεν συστολίζετε συστολίζουσιν*
SubjunctiveSingular συστολίζω συστολίζῃς συστολίζῃ
Dual συστολίζητον συστολίζητον
Plural συστολίζωμεν συστολίζητε συστολίζωσιν*
OptativeSingular συστολίζοιμι συστολίζοις συστολίζοι
Dual συστολίζοιτον συστολιζοίτην
Plural συστολίζοιμεν συστολίζοιτε συστολίζοιεν
ImperativeSingular συστόλιζε συστολιζέτω
Dual συστολίζετον συστολιζέτων
Plural συστολίζετε συστολιζόντων, συστολιζέτωσαν
Infinitive συστολίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συστολιζων συστολιζοντος συστολιζουσα συστολιζουσης συστολιζον συστολιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συστολίζομαι συστολίζει, συστολίζῃ συστολίζεται
Dual συστολίζεσθον συστολίζεσθον
Plural συστολιζόμεθα συστολίζεσθε συστολίζονται
SubjunctiveSingular συστολίζωμαι συστολίζῃ συστολίζηται
Dual συστολίζησθον συστολίζησθον
Plural συστολιζώμεθα συστολίζησθε συστολίζωνται
OptativeSingular συστολιζοίμην συστολίζοιο συστολίζοιτο
Dual συστολίζοισθον συστολιζοίσθην
Plural συστολιζοίμεθα συστολίζοισθε συστολίζοιντο
ImperativeSingular συστολίζου συστολιζέσθω
Dual συστολίζεσθον συστολιζέσθων
Plural συστολίζεσθε συστολιζέσθων, συστολιζέσθωσαν
Infinitive συστολίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συστολιζομενος συστολιζομενου συστολιζομενη συστολιζομενης συστολιζομενον συστολιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put together

  2. to unite

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION