헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συστολίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συστολίζω

형태분석: συ (접두사) + στολίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = suste/llw

  1. 함께 두다, 얽다, 합치다
  2. 연합하다, 참여하다
  1. to put together, fabricate
  2. to unite

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστολίζω

(나는) 함께 둔다

συστολίζεις

(너는) 함께 둔다

συστολίζει

(그는) 함께 둔다

쌍수 συστολίζετον

(너희 둘은) 함께 둔다

συστολίζετον

(그 둘은) 함께 둔다

복수 συστολίζομεν

(우리는) 함께 둔다

συστολίζετε

(너희는) 함께 둔다

συστολίζουσιν*

(그들은) 함께 둔다

접속법단수 συστολίζω

(나는) 함께 두자

συστολίζῃς

(너는) 함께 두자

συστολίζῃ

(그는) 함께 두자

쌍수 συστολίζητον

(너희 둘은) 함께 두자

συστολίζητον

(그 둘은) 함께 두자

복수 συστολίζωμεν

(우리는) 함께 두자

συστολίζητε

(너희는) 함께 두자

συστολίζωσιν*

(그들은) 함께 두자

기원법단수 συστολίζοιμι

(나는) 함께 두기를 (바라다)

συστολίζοις

(너는) 함께 두기를 (바라다)

συστολίζοι

(그는) 함께 두기를 (바라다)

쌍수 συστολίζοιτον

(너희 둘은) 함께 두기를 (바라다)

συστολιζοίτην

(그 둘은) 함께 두기를 (바라다)

복수 συστολίζοιμεν

(우리는) 함께 두기를 (바라다)

συστολίζοιτε

(너희는) 함께 두기를 (바라다)

συστολίζοιεν

(그들은) 함께 두기를 (바라다)

명령법단수 συστόλιζε

(너는) 함께 두어라

συστολιζέτω

(그는) 함께 두어라

쌍수 συστολίζετον

(너희 둘은) 함께 두어라

συστολιζέτων

(그 둘은) 함께 두어라

복수 συστολίζετε

(너희는) 함께 두어라

συστολιζόντων, συστολιζέτωσαν

(그들은) 함께 두어라

부정사 συστολίζειν

함께 두는 것

분사 남성여성중성
συστολιζων

συστολιζοντος

συστολιζουσα

συστολιζουσης

συστολιζον

συστολιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συστολίζομαι

(나는) 함께 둬진다

συστολίζει, συστολίζῃ

(너는) 함께 둬진다

συστολίζεται

(그는) 함께 둬진다

쌍수 συστολίζεσθον

(너희 둘은) 함께 둬진다

συστολίζεσθον

(그 둘은) 함께 둬진다

복수 συστολιζόμεθα

(우리는) 함께 둬진다

συστολίζεσθε

(너희는) 함께 둬진다

συστολίζονται

(그들은) 함께 둬진다

접속법단수 συστολίζωμαι

(나는) 함께 둬지자

συστολίζῃ

(너는) 함께 둬지자

συστολίζηται

(그는) 함께 둬지자

쌍수 συστολίζησθον

(너희 둘은) 함께 둬지자

συστολίζησθον

(그 둘은) 함께 둬지자

복수 συστολιζώμεθα

(우리는) 함께 둬지자

συστολίζησθε

(너희는) 함께 둬지자

συστολίζωνται

(그들은) 함께 둬지자

기원법단수 συστολιζοίμην

(나는) 함께 둬지기를 (바라다)

συστολίζοιο

(너는) 함께 둬지기를 (바라다)

συστολίζοιτο

(그는) 함께 둬지기를 (바라다)

쌍수 συστολίζοισθον

(너희 둘은) 함께 둬지기를 (바라다)

συστολιζοίσθην

(그 둘은) 함께 둬지기를 (바라다)

복수 συστολιζοίμεθα

(우리는) 함께 둬지기를 (바라다)

συστολίζοισθε

(너희는) 함께 둬지기를 (바라다)

συστολίζοιντο

(그들은) 함께 둬지기를 (바라다)

명령법단수 συστολίζου

(너는) 함께 둬져라

συστολιζέσθω

(그는) 함께 둬져라

쌍수 συστολίζεσθον

(너희 둘은) 함께 둬져라

συστολιζέσθων

(그 둘은) 함께 둬져라

복수 συστολίζεσθε

(너희는) 함께 둬져라

συστολιζέσθων, συστολιζέσθωσαν

(그들은) 함께 둬져라

부정사 συστολίζεσθαι

함께 둬지는 것

분사 남성여성중성
συστολιζομενος

συστολιζομενου

συστολιζομενη

συστολιζομενης

συστολιζομενον

συστολιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεστόλιζον

(나는) 함께 두고 있었다

συνεστόλιζες

(너는) 함께 두고 있었다

συνεστόλιζεν*

(그는) 함께 두고 있었다

쌍수 συνεστολίζετον

(너희 둘은) 함께 두고 있었다

συνεστολιζέτην

(그 둘은) 함께 두고 있었다

복수 συνεστολίζομεν

(우리는) 함께 두고 있었다

συνεστολίζετε

(너희는) 함께 두고 있었다

συνεστόλιζον

(그들은) 함께 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεστολιζόμην

(나는) 함께 둬지고 있었다

συνεστολίζου

(너는) 함께 둬지고 있었다

συνεστολίζετο

(그는) 함께 둬지고 있었다

쌍수 συνεστολίζεσθον

(너희 둘은) 함께 둬지고 있었다

συνεστολιζέσθην

(그 둘은) 함께 둬지고 있었다

복수 συνεστολιζόμεθα

(우리는) 함께 둬지고 있었다

συνεστολίζεσθε

(너희는) 함께 둬지고 있었다

συνεστολίζοντο

(그들은) 함께 둬지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 함께 두다

  2. 연합하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION