Ancient Greek-English Dictionary Language

συμφορητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμφορητός συμφορητή συμφορητόν

Structure: συμφορητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from sumfore/w

Sense

  1. brought together, collected, to, each guest contributes

Examples

  • οὐ γάρ, ὡσ Ἕλληνεσ νομίζουσι, καὶ λέγουσιν οἱ ῥήτορεσ ἐν ταῖσ δίκαισ, συμφορητοῦ τινοσ καὶ κοινοῦ σπέρματοσ γεγόνασιν, ἀλλ’ ἔστιν ὁ Σπόριοσ τῶν πρώτων ὀνομάτων, ὡσ ὁ Σέξτοσ καὶ ὁ Δέκιμοσ καὶ ὁ Γάιοσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 1032)
  • οὐ γάρ, ὡσ Ἕλληνεσ νομίζουσι καὶ λέγουσιν οἱ ῥήτορεσ ἐν ταῖσ δίκαισ, συμφορητοῦ τινοσ καὶ κοινοῦ σπέρματοσ γεγόνασιν, ἀλλ’ ἔστιν ὁ Σπόριοσ τῶν πρώτων ὀνομάτων, ὡσ ὁ Σέξτοσ καὶ ὁ Δέκιμοσ καὶ ὁ Γάιοσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 1031)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION