헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφορητός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφορητός συμφορητή συμφορητόν

형태분석: συμφορητ (어간) + ος (어미)

어원: from sumfore/w

  1. 인, 모인, 함께 모인
  1. brought together, collected, to, each guest contributes

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 συμφορητός

인 (이)가

συμφορητή

인 (이)가

συμφορητόν

인 (것)가

속격 συμφορητοῦ

인 (이)의

συμφορητῆς

인 (이)의

συμφορητοῦ

인 (것)의

여격 συμφορητῷ

인 (이)에게

συμφορητῇ

인 (이)에게

συμφορητῷ

인 (것)에게

대격 συμφορητόν

인 (이)를

συμφορητήν

인 (이)를

συμφορητόν

인 (것)를

호격 συμφορητέ

인 (이)야

συμφορητή

인 (이)야

συμφορητόν

인 (것)야

쌍수주/대/호 συμφορητώ

인 (이)들이

συμφορητᾱ́

인 (이)들이

συμφορητώ

인 (것)들이

속/여 συμφορητοῖν

인 (이)들의

συμφορηταῖν

인 (이)들의

συμφορητοῖν

인 (것)들의

복수주격 συμφορητοί

인 (이)들이

συμφορηταί

인 (이)들이

συμφορητά

인 (것)들이

속격 συμφορητῶν

인 (이)들의

συμφορητῶν

인 (이)들의

συμφορητῶν

인 (것)들의

여격 συμφορητοῖς

인 (이)들에게

συμφορηταῖς

인 (이)들에게

συμφορητοῖς

인 (것)들에게

대격 συμφορητούς

인 (이)들을

συμφορητᾱ́ς

인 (이)들을

συμφορητά

인 (것)들을

호격 συμφορητοί

인 (이)들아

συμφορηταί

인 (이)들아

συμφορητά

인 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ νῦν ὄντεσ ἐκ πολλῶν εἰσι συμφορητοὶ τόπων, οἱ μὲν ἐκ τῶν ἐν Ἰταλίᾳ πόλεων κομισθέντεσ, οἱ δ’ ἐξ Ἐρυθρῶν τῶν ἐν Ἀσίᾳ, κατὰ δόγμα βουλῆσ τριῶν ἀποσταλέντων πρεσβευτῶν ἐπὶ τὴν ἀντιγραφήν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 62 10:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 62 10:2)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION