고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συγκαταλαμβάνω συγκαταλήψομαι
Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)
| Middle | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συγκαταλήψομαι | συγκαταλήψει, συγκαταλήψῃ | συγκαταλήψεται |
| Dual | συγκαταλήψεσθον | συγκαταλήψεσθον | ||
| Plural | συγκαταληψόμεθα | συγκαταλήψεσθε | συγκαταλήψονται | |
| Optative | Singular | συγκαταληψοίμην | συγκαταλήψοιο | συγκαταλήψοιτο |
| Dual | συγκαταλήψοισθον | συγκαταληψοίσθην | ||
| Plural | συγκαταληψοίμεθα | συγκαταλήψοισθε | συγκαταλήψοιντο | |
| Infinitive | συγκαταλήψεσθαι | |||
| Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
| συγκαταληψομενος συγκαταληψομενου | συγκαταληψομενη συγκαταληψομενης | συγκαταληψομενον συγκαταληψομενου | ||
| Active | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συγκατελάμβανον | συγκατελάμβανες | συγκατελάμβανεν* |
| Dual | συγκατελαμβάνετον | συγκατελαμβανέτην | ||
| Plural | συγκατελαμβάνομεν | συγκατελαμβάνετε | συγκατελάμβανον | |
| Middle/Passive | ||||
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συγκατελαμβανόμην | συγκατελαμβάνου | συγκατελαμβάνετο |
| Dual | συγκατελαμβάνεσθον | συγκατελαμβανέσθην | ||
| Plural | συγκατελαμβανόμεθα | συγκατελαμβάνεσθε | συγκατελαμβάνοντο | |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기