고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: συγκαταλαμβάνω συγκαταλήψομαι
형태분석: συγ (접두사) + κατα (접두사) + λαμβάν (어간) + ω (인칭어미)
중간태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκαταλήψομαι (나는) 잡겠다 |
συγκαταλήψει, συγκαταλήψῃ (너는) 잡겠다 |
συγκαταλήψεται (그는) 잡겠다 |
쌍수 | συγκαταλήψεσθον (너희 둘은) 잡겠다 |
συγκαταλήψεσθον (그 둘은) 잡겠다 |
||
복수 | συγκαταληψόμεθα (우리는) 잡겠다 |
συγκαταλήψεσθε (너희는) 잡겠다 |
συγκαταλήψονται (그들은) 잡겠다 |
|
기원법 | 단수 | συγκαταληψοίμην (나는) 잡겠기를 (바라다) |
συγκαταλήψοιο (너는) 잡겠기를 (바라다) |
συγκαταλήψοιτο (그는) 잡겠기를 (바라다) |
쌍수 | συγκαταλήψοισθον (너희 둘은) 잡겠기를 (바라다) |
συγκαταληψοίσθην (그 둘은) 잡겠기를 (바라다) |
||
복수 | συγκαταληψοίμεθα (우리는) 잡겠기를 (바라다) |
συγκαταλήψοισθε (너희는) 잡겠기를 (바라다) |
συγκαταλήψοιντο (그들은) 잡겠기를 (바라다) |
|
부정사 | συγκαταλήψεσθαι 잡을 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συγκαταληψομενος συγκαταληψομενου | συγκαταληψομενη συγκαταληψομενης | συγκαταληψομενον συγκαταληψομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκατελάμβανον (나는) 잡고 있었다 |
συγκατελάμβανες (너는) 잡고 있었다 |
συγκατελάμβανεν* (그는) 잡고 있었다 |
쌍수 | συγκατελαμβάνετον (너희 둘은) 잡고 있었다 |
συγκατελαμβανέτην (그 둘은) 잡고 있었다 |
||
복수 | συγκατελαμβάνομεν (우리는) 잡고 있었다 |
συγκατελαμβάνετε (너희는) 잡고 있었다 |
συγκατελάμβανον (그들은) 잡고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συγκατελαμβανόμην (나는) 잡히고 있었다 |
συγκατελαμβάνου (너는) 잡히고 있었다 |
συγκατελαμβάνετο (그는) 잡히고 있었다 |
쌍수 | συγκατελαμβάνεσθον (너희 둘은) 잡히고 있었다 |
συγκατελαμβανέσθην (그 둘은) 잡히고 있었다 |
||
복수 | συγκατελαμβανόμεθα (우리는) 잡히고 있었다 |
συγκατελαμβάνεσθε (너희는) 잡히고 있었다 |
συγκατελαμβάνοντο (그들은) 잡히고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 37:2)
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기