Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταλαμβάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκαταλαμβάνω συγκαταλήψομαι

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to seize, take possession of together, to occupy at the same time

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταλαμβάνω συγκαταλαμβάνεις συγκαταλαμβάνει
Dual συγκαταλαμβάνετον συγκαταλαμβάνετον
Plural συγκαταλαμβάνομεν συγκαταλαμβάνετε συγκαταλαμβάνουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταλαμβάνω συγκαταλαμβάνῃς συγκαταλαμβάνῃ
Dual συγκαταλαμβάνητον συγκαταλαμβάνητον
Plural συγκαταλαμβάνωμεν συγκαταλαμβάνητε συγκαταλαμβάνωσιν*
OptativeSingular συγκαταλαμβάνοιμι συγκαταλαμβάνοις συγκαταλαμβάνοι
Dual συγκαταλαμβάνοιτον συγκαταλαμβανοίτην
Plural συγκαταλαμβάνοιμεν συγκαταλαμβάνοιτε συγκαταλαμβάνοιεν
ImperativeSingular συγκαταλάμβανε συγκαταλαμβανέτω
Dual συγκαταλαμβάνετον συγκαταλαμβανέτων
Plural συγκαταλαμβάνετε συγκαταλαμβανόντων, συγκαταλαμβανέτωσαν
Infinitive συγκαταλαμβάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταλαμβανων συγκαταλαμβανοντος συγκαταλαμβανουσα συγκαταλαμβανουσης συγκαταλαμβανον συγκαταλαμβανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταλαμβάνομαι συγκαταλαμβάνει, συγκαταλαμβάνῃ συγκαταλαμβάνεται
Dual συγκαταλαμβάνεσθον συγκαταλαμβάνεσθον
Plural συγκαταλαμβανόμεθα συγκαταλαμβάνεσθε συγκαταλαμβάνονται
SubjunctiveSingular συγκαταλαμβάνωμαι συγκαταλαμβάνῃ συγκαταλαμβάνηται
Dual συγκαταλαμβάνησθον συγκαταλαμβάνησθον
Plural συγκαταλαμβανώμεθα συγκαταλαμβάνησθε συγκαταλαμβάνωνται
OptativeSingular συγκαταλαμβανοίμην συγκαταλαμβάνοιο συγκαταλαμβάνοιτο
Dual συγκαταλαμβάνοισθον συγκαταλαμβανοίσθην
Plural συγκαταλαμβανοίμεθα συγκαταλαμβάνοισθε συγκαταλαμβάνοιντο
ImperativeSingular συγκαταλαμβάνου συγκαταλαμβανέσθω
Dual συγκαταλαμβάνεσθον συγκαταλαμβανέσθων
Plural συγκαταλαμβάνεσθε συγκαταλαμβανέσθων, συγκαταλαμβανέσθωσαν
Infinitive συγκαταλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταλαμβανομενος συγκαταλαμβανομενου συγκαταλαμβανομενη συγκαταλαμβανομενης συγκαταλαμβανομενον συγκαταλαμβανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION