συγγένεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συγγένεια
형태분석:
συγγενει
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 관계, 친척, 사이, 친족, 새, 결혼 동맹
- 영향, 세력, 외압, 영향력
- 친척
- sameness of descent or family, relationship, kin, kin, relationship with or to
- ties of kindred, family connexion, influence
- one's kin, kinsfolk, kinsmen, families
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ πᾶσα ἡ πανοικία Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ οἰκία ἡ πατρικὴ αὐτοῦ, καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺσ βόασ ὑπελίποντο ἐν γῇ Γεσέμ. (Septuagint, Liber Genesis 50:8)
(70인역 성경, 창세기 50:8)
- καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ ἀπολῶ αὐτὸν καὶ πάντασ τοὺσ ὁμονοοῦντασ αὐτῷ, ὥστε ἐκπορνεύειν αὐτὸν εἰσ τοὺσ ἄρχοντασ ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 20:5)
(70인역 성경, 레위기 20:5)
- καὶ εἰσῆλθον οἱ δύο νεανίσκοι οἱ κατασκοπεύσαντεσ τὴν πόλιν εἰσ τὴν οἰκίαν τῆσ γυναικὸσ καὶ ἐξηγάγοσαν Ραὰβ τὴν πόρνην καὶ τὸν πατέρα αὐτῆσ καὶ τὴν μητέρα αὐτῆσ καὶ τοὺσ ἀδελφοὺσ αὐτῆσ καὶ τὴν συγγένειαν αὐτῆσ καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῇ, καὶ κατέστησαν αὐτὴν ἔξω τῆσ παρεμβολῆσ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Iosue 6:23)
(70인역 성경, 여호수아기 6:23)
- καὶ ἔδειξεν αὐτοῖσ τὴν εἴσοδον τῆσ πόλεωσ, καὶ ἐπάταξαν τὴν πόλιν ἐν στόματι ρομφαίασ, τὸν δὲ ἄνδρα καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐξαπέστειλαν. (Septuagint, Liber Iudicum 1:25)
(70인역 성경, 판관기 1:25)
- ΚΑΙ ἐπορεύθη Ἀβιμέλεχ υἱὸσ Ἱεροβάαλ εἰσ Συχὲμ πρὸσ ἀδελφοὺσ μητρὸσ αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πρὸσ αὐτοὺσ καὶ πρὸσ πᾶσαν συγγένειαν οἴκου πατρὸσ μητρὸσ αὐτοῦ λέγων. (Septuagint, Liber Iudicum 9:1)
(70인역 성경, 판관기 9:1)