헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγένεια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγένεια

형태분석: συγγενει (어간) + ᾱ (어미)

어원: suggenh/s

  1. 관계, 친척, 사이, 친족, 새, 결혼 동맹
  2. 영향, 세력, 외압, 영향력
  3. 친척
  1. sameness of descent or family, relationship, kin, kin, relationship with or to
  2. ties of kindred, family connexion, influence
  3. one's kin, kinsfolk, kinsmen, families

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συγγένεια

관계가

συγγενείᾱ

관계들이

συγγένειαι

관계들이

속격 συγγενείᾱς

관계의

συγγενείαιν

관계들의

συγγενειῶν

관계들의

여격 συγγενείᾱͅ

관계에게

συγγενείαιν

관계들에게

συγγενείαις

관계들에게

대격 συγγενείᾱν

관계를

συγγενείᾱ

관계들을

συγγενείᾱς

관계들을

호격 συγγενείᾱ

관계야

συγγενείᾱ

관계들아

συγγένειαι

관계들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπαν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν αἱ συγγένειαι αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό. δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσασ τὰσ ἑορτὰσ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆσ γῆσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 73:8)

    (70인역 성경, 시편 73:8)

  • ὑμεῖσ γάρ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, τῇ τῆσ φύσεωσ πρὸσ ἀλλήλουσ, ὅπερ εἶπον, χρώμενοι φιλανθρωπίᾳ, ὥσπερ αἱ συγγένειαι τὰσ ἰδίασ οἰκοῦσιν οἰκίασ, οὕτω τὴν πόλιν οἰκεῖτε δημοσίᾳ. (Demosthenes, Speeches 21-30, 106:4)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 106:4)

  • καὶ καρπῶν εἰσιν ἀντιδόσεισ καὶ γάμων ἐπιμιξίαι καὶ ἀπ̓ αὐτῶν καὶ συγγένειαι πολλαί τινεσ ἤδη γεγενημέναι· (Dio, Chrysostom, Orationes, 42:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 42:3)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ μέχρι νῦν παρ’ ἀμφοτέραισ συγγένειαί τε πλείονεσ διαμένουσι καὶ τὰσ κατὰ τὸ Ἀπολλώνιον θυσίασ τοῖσ αὐτοῖσ ἔθεσι διοικοῦσιν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 13 31:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 13 31:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION