Ancient Greek-English Dictionary Language

στόμαχος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στόμαχος στομάχου

Structure: στομαχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/ma

Sense

  1. throat, gullet
  2. stomach
  3. bladder

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅτι τοῖσ προπίνουσιν ἐπιτεταμένωσ οὐκ οἰκείωσ διατίθεται ὁ στόμαχοσ, ἀλλὰ μᾶλλον κακοῦται καὶ πολλάκισ φθορὰν τῶν ληφθέντων παρασκευάζει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 241)
  • Ὁκόσων μὲν ἥ τε κοιλίη εὔροόσ τε καὶ ὑγιηρή ἐστι καὶ ἡ κύστισ μὴ πυρετώδησ μηδὲ ὁ στόμαχοσ τῆσ κύστιοσ συμπέφρακται λίην, οὗτοι μὲν διου ρεῦσι Ῥηϊδίωσ, καὶ ἐν τῇ κύστει οὐδὲν συστρέφεται. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , ix.7)
  • ὁκόταν γὰρ θερμανθῇ μᾶλλον τῆσ φύσιοσ, ἐφλέγμηνεν αὐτῆσ ὁ στόμαχοσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , ix.9)
  • Ἀρχὴ τροφῆσ πνεύματοσ, Ῥῖνεσ, στόμα, βρόγχοσ, πλεύμων, καὶ ἡ ἄλλη διαπνοίη‧ ἀρχὴ τροφῆσ καὶ ὑγρῆσ καὶ ξηρῆσ, στόμα, στόμαχοσ, κοιλίη. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxx.1)
  • "καὶ ὀδόντεσ καὶ στόμαχοσ καὶ ἧπαρ. (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 15 2:5)

Synonyms

  1. throat

  2. stomach

  3. bladder

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION