στενάχω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στενάχω
Structure:
στενάχ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: lengthd. form of ste/nw
Sense
- to sigh, groan, wail, the roar, the loud breathing, groaning
- to bewail, lament
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τί γὰρ οὐ πάρα μοι μελέᾳ στενάχειν, ᾗ πατρὶσ ἔρρει καὶ τέκνα καὶ πόσισ; (Euripides, The Trojan Women, choral, anapests7)
- ναὶ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, γουνοῦμαί σε θεὰ γλαυκῶπισ, τριτογένεια, ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἤδη, τίσ μῆτισ δάκνει σε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ τί βαρὺ στενάχεισ ὦχρόσ τέ σε εἷλε παρειάσ; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 1:3)
- πάρα γὰρ στενάχειν τάδ’, ἀυτεῖν. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 2:6)
- φεῦ φεῦ, τὸ παρὸν τό τ’ ἐπερχόμενον πῆμα στενάχω, πῇ ποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ’ ἐπιτεῖλαι. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests2)
- οἶδά τε καὶ ξυνίημι τάδ’, οὔ τί με φυγγάνει, οὐδ’ ἐθέλω προλιπεῖν τόδε, μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στενάχειν πατέρ’ ἄθλιον. (Sophocles, choral, strophe 14)
- οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν ἐξ οὗ σῇσ ὑπὸ χερσὶν ἐμὸσ πάϊσ ὤλεσε θυμόν, ἀλλ’ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω αὐλῆσ ἐν χόρτοισι κυλινδόμενοσ κατὰ κόπρον. (Homer, Iliad, Book 24 57:11)
Synonyms
-
to sigh
-
to bewail
- στεναχίζω (to bewail, lament)
- κατοιμώζω (to bewail, lament)
- ἰαχέω (to bewail, lament)
- ὀδύρομαι (to lament, bewail, mourn for)
- καταθρηνέω (to bewail, lament, mourn)
- πενθέω (to bewail, lament, mourn for)
- κατακλαίω (to bewail loudly, lament)
- στένω (to bewail, lament, to pity)
- κατοικτίζω (to bewail oneself, utter lamentations)
- κατολοφύρομαι (to bewail)
- καταστοναχέω (to bewail)
- ὀλοφῡ́ρομαι ( I lament)
- ἐπιστένω (to lament)
- συστενάζω (to lament with)