헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στέφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στέφω στέψω ἐστεψάμην ἔστεμμαι

형태분석: στέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러싸다, 에워싸다, 포위하다, 화환을 씌우다, 두르다
  1. I put around
  2. I encircle, crown, wreath, garland
  3. I honour with libations

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στέφω

στέφεις

στέφει

쌍수 στέφετον

στέφετον

복수 στέφομεν

στέφετε

στέφουσιν*

접속법단수 στέφω

στέφῃς

στέφῃ

쌍수 στέφητον

στέφητον

복수 στέφωμεν

στέφητε

στέφωσιν*

기원법단수 στέφοιμι

στέφοις

στέφοι

쌍수 στέφοιτον

στεφοίτην

복수 στέφοιμεν

στέφοιτε

στέφοιεν

명령법단수 στέφε

στεφέτω

쌍수 στέφετον

στεφέτων

복수 στέφετε

στεφόντων, στεφέτωσαν

부정사 στέφειν

분사 남성여성중성
στεφων

στεφοντος

στεφουσα

στεφουσης

στεφον

στεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στέφομαι

στέφει, στέφῃ

στέφεται

쌍수 στέφεσθον

στέφεσθον

복수 στεφόμεθα

στέφεσθε

στέφονται

접속법단수 στέφωμαι

στέφῃ

στέφηται

쌍수 στέφησθον

στέφησθον

복수 στεφώμεθα

στέφησθε

στέφωνται

기원법단수 στεφοίμην

στέφοιο

στέφοιτο

쌍수 στέφοισθον

στεφοίσθην

복수 στεφοίμεθα

στέφοισθε

στέφοιντο

명령법단수 στέφου

στεφέσθω

쌍수 στέφεσθον

στεφέσθων

복수 στέφεσθε

στεφέσθων, στεφέσθωσαν

부정사 στέφεσθαι

분사 남성여성중성
στεφομενος

στεφομενου

στεφομενη

στεφομενης

στεφομενον

στεφομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στεψα

έ̓στεψας

έ̓στεψεν*

쌍수 ἐστέψατον

ἐστεψάτην

복수 ἐστέψαμεν

ἐστέψατε

έ̓στεψαν

접속법단수 στέψω

στέψῃς

στέψῃ

쌍수 στέψητον

στέψητον

복수 στέψωμεν

στέψητε

στέψωσιν*

기원법단수 στέψαιμι

στέψαις

στέψαι

쌍수 στέψαιτον

στεψαίτην

복수 στέψαιμεν

στέψαιτε

στέψαιεν

명령법단수 στέψον

στεψάτω

쌍수 στέψατον

στεψάτων

복수 στέψατε

στεψάντων

부정사 στέψαι

분사 남성여성중성
στεψᾱς

στεψαντος

στεψᾱσα

στεψᾱσης

στεψαν

στεψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστεψάμην

ἐστέψω

ἐστέψατο

쌍수 ἐστέψασθον

ἐστεψάσθην

복수 ἐστεψάμεθα

ἐστέψασθε

ἐστέψαντο

접속법단수 στέψωμαι

στέψῃ

στέψηται

쌍수 στέψησθον

στέψησθον

복수 στεψώμεθα

στέψησθε

στέψωνται

기원법단수 στεψαίμην

στέψαιο

στέψαιτο

쌍수 στέψαισθον

στεψαίσθην

복수 στεψαίμεθα

στέψαισθε

στέψαιντο

명령법단수 στέψαι

στεψάσθω

쌍수 στέψασθον

στεψάσθων

복수 στέψασθε

στεψάσθων

부정사 στέψεσθαι

분사 남성여성중성
στεψαμενος

στεψαμενου

στεψαμενη

στεψαμενης

στεψαμενον

στεψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φαιδρὸσ δὲ κρατὴρ θηρίκλειοσ ἐν μέσῳ ἕστηκε λευκοῦ νέκταροσ παλαιγενοῦσ πλήρησ, ἀφρίζων ὃν λαβὼν ἐγὼ κενὸν τρίψασ, ποήσασ λαμπρόν, ἀσφαλῆ βάσιν στήσασ, συνάψασ καρπίμοισ κισσοῦ κλάδοισ ἔστεψα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 43 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 43 1:4)

유의어

  1. I put around

  2. 둘러싸다

  3. I honour with libations

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION