στασιάζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στασιάζω
Structure:
στασιάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to rebel, revolt, rise in rebellion, against
- to form a party or faction, be at odds, quarrel
- to be at discord, be distracted by factions
- to revolutionise, throw into confusion
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄτοπον λέγεισ, εἰ σοφοὶ ὄντεσ οἱ ἄνδρεσ ἐστασίαζον πρὸσ αὑτοὺσ περὶ τῶν λόγων καὶ οὐ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν ἐδόξαζον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 5:5)
- ὑγιέστερον γὰρ ἦν εἰπεῖν ἐστασίαζον αἱ πόλεισ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 29 1:2)
- καταλυθείσησ δὲ τῆσ τυραννίδοσ, ἐστασίαζον πρὸσ ἀλλήλουσ Ἰσαγόρασ ὁ Τεισάνδρου φίλοσ ὢν τῶν τυράννων, καὶ Κλεισθένησ τοῦ γένουσ ὢν τῶν Ἀλκμεωνιδῶν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 20 1:1)
- πρῶτοι συνοικίσαντεσ τὴν πόλιν οὐκ ἀνασχετὸν ἐποιοῦντο πόλεωσ καὶ χώρασ τοὺσ Σαβίνουσ μεταλαβόντασ ἄρχειν βιάζεσθαι τῶν ἐπὶ ταῦτα δεξαμένων, καὶ τοῖσ Σαβίνοισ ἦν τισ εὐγνώμων λόγοσ, ἐπεὶ Τατίου τοῦ βασιλέωσ αὑτῶν ἀποθανόντοσ οὐκ ἐστασίασαν πρὸσ Ῥωμύλον, ἀλλ’ εἰάσαν ἄρχειν μόνον, αὖθισ ἀξιούντων τὸν ἄρχοντα γενέσθαι παρ’ αὑτῶν, οὔτε γάρ ἐκ ταπεινοτέρων κρείττοσι προσγενέσθαι, καὶ προσγενόμενοι πλήθει τε ῥῶσαι καὶ προαγαγεῖν εἰσ ἀξίωμα πόλεωσ ἐκείνουσ μεθ’ ἑαυτῶν, ὑπὲρ μὲν οὖν τούτων ἐστασίαζον. (Plutarch, Numa, chapter 2 5:1)
- ἐπεὶ Κασάνδρου τελευτήσαντοσ ὁ πρεσβύτατοσ αὐτοῦ τῶν παίδων Φίλιπποσ οὐ πολὺν χρόνον βασιλεύσασ Μακεδόνων ἀπέθανεν, οἱ λοιποὶ δύο πρὸσ ἀλλήλουσ ἐστασίαζον, θατέρου δὲ αὐτῶν Ἀντιπάτρου τὴν μητέρα Θεσσαλονίκην φονεύσαντοσ, ἅτεροσ ἐκάλει βοηθοὺσ ἐκ μὲν Ἠπείρου Πύρρον, ἐκ δὲ Πελοποννήσου Δημήτριον. (Plutarch, Demetrius, chapter 36 1:1)
Synonyms
-
to rebel
-
to revolutionise
- διασείω (to confound, throw into confusion)
- κυκάω (I stir up, throw into confusion, confound)
- διαταράσσω (to throw into great confusion, confound utterly)
Derived
- διαστασιάζω (to form into separate factions)
- καταστασιάζω (to form a counter-party in the state, to be factiously opposed or overpowered)
- συστασιάζω (to join in faction or sedition, take part therein)