- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκῶμμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: skōmma 고전 발음: [꼼:마] 신약 발음: [꼼마]

기본형: σκῶμμα σκῶμματος

형태분석: σκωμματ (어간)

어원: σκώπτω

  1. 농담, 농, 익살, 재담, 유머, 음이 비슷한 말을 익살스럽게 쓰기, 위트
  1. a jest, joke, gibe, scoff, a joke, a pun

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκῶμμα

농담이

σκώμματε

농담들이

σκώμματα

농담들이

속격 σκώμματος

농담의

σκωμμάτοιν

농담들의

σκωμμάτων

농담들의

여격 σκώμματι

농담에게

σκωμμάτοιν

농담들에게

σκώμμασι(ν)

농담들에게

대격 σκῶμμα

농담을

σκώμματε

농담들을

σκώμματα

농담들을

호격 σκῶμμα

농담아

σκώμματε

농담들아

σκώμματα

농담들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀγανακτήσαντος δὲ ἐκείνου ἐπὶ τῷ τῆς ἀμφιβολίας σκώμματι καὶ · (Lucian, (no name) 15:2)

    (루키아노스, (no name) 15:2)

  • διὰ τοῦτο ὤκνουν εἰπεῖν ἃ ἐνενόουν, εἰδὼς ὅτι ἐν γέλωτι καὶ σκώμματι ποιήσεσθέ μου τὴν εὐχήν. (Lucian, 27:2)

    (루키아노스, 27:2)

  • ἦθος μὲν οὖν πεποίηκε τὸ ὑφειμένον τῆς γνώμης καὶ μὴ καταλαζονεύσασθαι τῷ ἐπαίνῳ τῷ ἐκείνου, ἀλλ ὡς σκώμματι αὐτῷ προσέχειν: (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 6:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 6:3)

  • "δεῖ δὲ τὸν ἐμμελῶς σκώμματι χρησόμενον εἰδέναι καὶ νοσήματος διαφορὰν πρὸς ἐπιτήδευμα, λέγω δὲ φιλαργυρίας καὶ φιλονεικίας πρὸς φιλομουσίαν καὶ φιλοθηρίαν: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 13:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 13:1)

  • "ὡς γὰρ ὀργὰς καὶ μάχας τὰς ἐκ τῶν συμποσίων πραότερον φέρουσιν, ἐὰν δ ἐπελθών τις ἔξωθεν λοιδορῆται καὶ ταράττῃ, τοῦτον ἐχθρὸν ἡγοῦνται καὶ μισοῦσιν οὕτω μέτεστι συγγνώμης σκώμματι καὶ παρρησίας, ἂν ἐκ τῶν παρόντων ἔχῃ τὴν γένεσιν, ἀφελῶς καὶ ἀπλάστως φυόμενον: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 18:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 18:2)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION