Ancient Greek-English Dictionary Language

θέρμω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θέρμω

Structure: θέρμ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: qe/rw

Sense

  1. to heat, make hot, to be heated, grow hot

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θέρμω θέρμεις θέρμει
Dual θέρμετον θέρμετον
Plural θέρμομεν θέρμετε θέρμουσιν*
SubjunctiveSingular θέρμω θέρμῃς θέρμῃ
Dual θέρμητον θέρμητον
Plural θέρμωμεν θέρμητε θέρμωσιν*
OptativeSingular θέρμοιμι θέρμοις θέρμοι
Dual θέρμοιτον θερμοίτην
Plural θέρμοιμεν θέρμοιτε θέρμοιεν
ImperativeSingular θέρμε θερμέτω
Dual θέρμετον θερμέτων
Plural θέρμετε θερμόντων, θερμέτωσαν
Infinitive θέρμειν
Participle MasculineFeminineNeuter
θερμων θερμοντος θερμουσα θερμουσης θερμον θερμοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θέρμομαι θέρμει, θέρμῃ θέρμεται
Dual θέρμεσθον θέρμεσθον
Plural θερμόμεθα θέρμεσθε θέρμονται
SubjunctiveSingular θέρμωμαι θέρμῃ θέρμηται
Dual θέρμησθον θέρμησθον
Plural θερμώμεθα θέρμησθε θέρμωνται
OptativeSingular θερμοίμην θέρμοιο θέρμοιτο
Dual θέρμοισθον θερμοίσθην
Plural θερμοίμεθα θέρμοισθε θέρμοιντο
ImperativeSingular θέρμου θερμέσθω
Dual θέρμεσθον θερμέσθων
Plural θέρμεσθε θερμέσθων, θερμέσθωσαν
Infinitive θέρμεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θερμομενος θερμομενου θερμομενη θερμομενης θερμομενον θερμομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to heat

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION