Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποθερμαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑποθερμαίνω

Structure: ὑπο (Prefix) + θερμαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to heat a little, to grow somewhat hot, be heated

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποθερμαίνω ὑποθερμαίνεις ὑποθερμαίνει
Dual ὑποθερμαίνετον ὑποθερμαίνετον
Plural ὑποθερμαίνομεν ὑποθερμαίνετε ὑποθερμαίνουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποθερμαίνω ὑποθερμαίνῃς ὑποθερμαίνῃ
Dual ὑποθερμαίνητον ὑποθερμαίνητον
Plural ὑποθερμαίνωμεν ὑποθερμαίνητε ὑποθερμαίνωσιν*
OptativeSingular ὑποθερμαίνοιμι ὑποθερμαίνοις ὑποθερμαίνοι
Dual ὑποθερμαίνοιτον ὑποθερμαινοίτην
Plural ὑποθερμαίνοιμεν ὑποθερμαίνοιτε ὑποθερμαίνοιεν
ImperativeSingular ὑποθέρμαινε ὑποθερμαινέτω
Dual ὑποθερμαίνετον ὑποθερμαινέτων
Plural ὑποθερμαίνετε ὑποθερμαινόντων, ὑποθερμαινέτωσαν
Infinitive ὑποθερμαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποθερμαινων ὑποθερμαινοντος ὑποθερμαινουσα ὑποθερμαινουσης ὑποθερμαινον ὑποθερμαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποθερμαίνομαι ὑποθερμαίνει, ὑποθερμαίνῃ ὑποθερμαίνεται
Dual ὑποθερμαίνεσθον ὑποθερμαίνεσθον
Plural ὑποθερμαινόμεθα ὑποθερμαίνεσθε ὑποθερμαίνονται
SubjunctiveSingular ὑποθερμαίνωμαι ὑποθερμαίνῃ ὑποθερμαίνηται
Dual ὑποθερμαίνησθον ὑποθερμαίνησθον
Plural ὑποθερμαινώμεθα ὑποθερμαίνησθε ὑποθερμαίνωνται
OptativeSingular ὑποθερμαινοίμην ὑποθερμαίνοιο ὑποθερμαίνοιτο
Dual ὑποθερμαίνοισθον ὑποθερμαινοίσθην
Plural ὑποθερμαινοίμεθα ὑποθερμαίνοισθε ὑποθερμαίνοιντο
ImperativeSingular ὑποθερμαίνου ὑποθερμαινέσθω
Dual ὑποθερμαίνεσθον ὑποθερμαινέσθων
Plural ὑποθερμαίνεσθε ὑποθερμαινέσθων, ὑποθερμαινέσθωσαν
Infinitive ὑποθερμαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποθερμαινομενος ὑποθερμαινομενου ὑποθερμαινομενη ὑποθερμαινομενης ὑποθερμαινομενον ὑποθερμαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to heat a little

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION