- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θάλλω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: thallō 고전 발음: [탈로:] 신약 발음: [탈로]

기본형: θάλλω θαλήσομαι ἔθηλα τέθηλα

형태분석: θάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 피다, 트다, 개화하다
  2. 자라다, 성장하다, 번영하다
  3. 풍부하다, 부풀다, 가득차다
  1. I bloom, sprout
  2. I grow, flourish
  3. I swell, abound

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θάλλω

(나는) 핀다

θάλλεις

(너는) 핀다

θάλλει

(그는) 핀다

쌍수 θάλλετον

(너희 둘은) 핀다

θάλλετον

(그 둘은) 핀다

복수 θάλλομεν

(우리는) 핀다

θάλλετε

(너희는) 핀다

θάλλουσι(ν)

(그들은) 핀다

접속법단수 θάλλω

(나는) 피자

θάλλῃς

(너는) 피자

θάλλῃ

(그는) 피자

쌍수 θάλλητον

(너희 둘은) 피자

θάλλητον

(그 둘은) 피자

복수 θάλλωμεν

(우리는) 피자

θάλλητε

(너희는) 피자

θάλλωσι(ν)

(그들은) 피자

기원법단수 θάλλοιμι

(나는) 피기를 (바라다)

θάλλοις

(너는) 피기를 (바라다)

θάλλοι

(그는) 피기를 (바라다)

쌍수 θάλλοιτον

(너희 둘은) 피기를 (바라다)

θαλλοίτην

(그 둘은) 피기를 (바라다)

복수 θάλλοιμεν

(우리는) 피기를 (바라다)

θάλλοιτε

(너희는) 피기를 (바라다)

θάλλοιεν

(그들은) 피기를 (바라다)

명령법단수 θάλλε

(너는) 펴라

θαλλέτω

(그는) 펴라

쌍수 θάλλετον

(너희 둘은) 펴라

θαλλέτων

(그 둘은) 펴라

복수 θάλλετε

(너희는) 펴라

θαλλόντων, θαλλέτωσαν

(그들은) 펴라

부정사 θάλλειν

피는 것

분사 남성여성중성
θαλλων

θαλλοντος

θαλλουσα

θαλλουσης

θαλλον

θαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θάλλομαι

(나는) 펴진다

θάλλει, θάλλῃ

(너는) 펴진다

θάλλεται

(그는) 펴진다

쌍수 θάλλεσθον

(너희 둘은) 펴진다

θάλλεσθον

(그 둘은) 펴진다

복수 θαλλόμεθα

(우리는) 펴진다

θάλλεσθε

(너희는) 펴진다

θάλλονται

(그들은) 펴진다

접속법단수 θάλλωμαι

(나는) 펴지자

θάλλῃ

(너는) 펴지자

θάλληται

(그는) 펴지자

쌍수 θάλλησθον

(너희 둘은) 펴지자

θάλλησθον

(그 둘은) 펴지자

복수 θαλλώμεθα

(우리는) 펴지자

θάλλησθε

(너희는) 펴지자

θάλλωνται

(그들은) 펴지자

기원법단수 θαλλοίμην

(나는) 펴지기를 (바라다)

θάλλοιο

(너는) 펴지기를 (바라다)

θάλλοιτο

(그는) 펴지기를 (바라다)

쌍수 θάλλοισθον

(너희 둘은) 펴지기를 (바라다)

θαλλοίσθην

(그 둘은) 펴지기를 (바라다)

복수 θαλλοίμεθα

(우리는) 펴지기를 (바라다)

θάλλοισθε

(너희는) 펴지기를 (바라다)

θάλλοιντο

(그들은) 펴지기를 (바라다)

명령법단수 θάλλου

(너는) 펴져라

θαλλέσθω

(그는) 펴져라

쌍수 θάλλεσθον

(너희 둘은) 펴져라

θαλλέσθων

(그 둘은) 펴져라

복수 θάλλεσθε

(너희는) 펴져라

θαλλέσθων, θαλλέσθωσαν

(그들은) 펴져라

부정사 θάλλεσθαι

펴지는 것

분사 남성여성중성
θαλλομενος

θαλλομενου

θαλλομενη

θαλλομενης

θαλλομενον

θαλλομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θαλήσομαι

(나는) 피겠다

θαλήσει, θαλήσῃ

(너는) 피겠다

θαλήσεται

(그는) 피겠다

쌍수 θαλήσεσθον

(너희 둘은) 피겠다

θαλήσεσθον

(그 둘은) 피겠다

복수 θαλησόμεθα

(우리는) 피겠다

θαλήσεσθε

(너희는) 피겠다

θαλήσονται

(그들은) 피겠다

기원법단수 θαλησοίμην

(나는) 피겠기를 (바라다)

θαλήσοιο

(너는) 피겠기를 (바라다)

θαλήσοιτο

(그는) 피겠기를 (바라다)

쌍수 θαλήσοισθον

(너희 둘은) 피겠기를 (바라다)

θαλησοίσθην

(그 둘은) 피겠기를 (바라다)

복수 θαλησοίμεθα

(우리는) 피겠기를 (바라다)

θαλήσοισθε

(너희는) 피겠기를 (바라다)

θαλήσοιντο

(그들은) 피겠기를 (바라다)

부정사 θαλήσεσθαι

필 것

분사 남성여성중성
θαλησομενος

θαλησομενου

θαλησομενη

θαλησομενης

θαλησομενον

θαλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔθαλλον

(나는) 피고 있었다

ἔθαλλες

(너는) 피고 있었다

ἔθαλλε(ν)

(그는) 피고 있었다

쌍수 ἐθάλλετον

(너희 둘은) 피고 있었다

ἐθαλλέτην

(그 둘은) 피고 있었다

복수 ἐθάλλομεν

(우리는) 피고 있었다

ἐθάλλετε

(너희는) 피고 있었다

ἔθαλλον

(그들은) 피고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθαλλόμην

(나는) 펴지고 있었다

ἐθάλλου

(너는) 펴지고 있었다

ἐθάλλετο

(그는) 펴지고 있었다

쌍수 ἐθάλλεσθον

(너희 둘은) 펴지고 있었다

ἐθαλλέσθην

(그 둘은) 펴지고 있었다

복수 ἐθαλλόμεθα

(우리는) 펴지고 있었다

ἐθάλλεσθε

(너희는) 펴지고 있었다

ἐθάλλοντο

(그들은) 펴지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔθηλα

(나는) 폈다

ἔθηλας

(너는) 폈다

ἔθηλε(ν)

(그는) 폈다

쌍수 ἐθήλατον

(너희 둘은) 폈다

ἐθηλάτην

(그 둘은) 폈다

복수 ἐθήλαμεν

(우리는) 폈다

ἐθήλατε

(너희는) 폈다

ἔθηλαν

(그들은) 폈다

접속법단수 θήλω

(나는) 폈자

θήλῃς

(너는) 폈자

θήλῃ

(그는) 폈자

쌍수 θήλητον

(너희 둘은) 폈자

θήλητον

(그 둘은) 폈자

복수 θήλωμεν

(우리는) 폈자

θήλητε

(너희는) 폈자

θήλωσι(ν)

(그들은) 폈자

기원법단수 θήλαιμι

(나는) 폈기를 (바라다)

θήλαις

(너는) 폈기를 (바라다)

θήλαι

(그는) 폈기를 (바라다)

쌍수 θήλαιτον

(너희 둘은) 폈기를 (바라다)

θηλαίτην

(그 둘은) 폈기를 (바라다)

복수 θήλαιμεν

(우리는) 폈기를 (바라다)

θήλαιτε

(너희는) 폈기를 (바라다)

θήλαιεν

(그들은) 폈기를 (바라다)

명령법단수 θήλον

(너는) 폈어라

θηλάτω

(그는) 폈어라

쌍수 θήλατον

(너희 둘은) 폈어라

θηλάτων

(그 둘은) 폈어라

복수 θήλατε

(너희는) 폈어라

θηλάντων

(그들은) 폈어라

부정사 θήλαι

폈는 것

분사 남성여성중성
θηλας

θηλαντος

θηλασα

θηλασης

θηλαν

θηλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθηλάμην

(나는) 펴졌다

ἐθήλω

(너는) 펴졌다

ἐθήλατο

(그는) 펴졌다

쌍수 ἐθήλασθον

(너희 둘은) 펴졌다

ἐθηλάσθην

(그 둘은) 펴졌다

복수 ἐθηλάμεθα

(우리는) 펴졌다

ἐθήλασθε

(너희는) 펴졌다

ἐθήλαντο

(그들은) 펴졌다

접속법단수 θήλωμαι

(나는) 펴졌자

θήλῃ

(너는) 펴졌자

θήληται

(그는) 펴졌자

쌍수 θήλησθον

(너희 둘은) 펴졌자

θήλησθον

(그 둘은) 펴졌자

복수 θηλώμεθα

(우리는) 펴졌자

θήλησθε

(너희는) 펴졌자

θήλωνται

(그들은) 펴졌자

기원법단수 θηλαίμην

(나는) 펴졌기를 (바라다)

θήλαιο

(너는) 펴졌기를 (바라다)

θήλαιτο

(그는) 펴졌기를 (바라다)

쌍수 θήλαισθον

(너희 둘은) 펴졌기를 (바라다)

θηλαίσθην

(그 둘은) 펴졌기를 (바라다)

복수 θηλαίμεθα

(우리는) 펴졌기를 (바라다)

θήλαισθε

(너희는) 펴졌기를 (바라다)

θήλαιντο

(그들은) 펴졌기를 (바라다)

명령법단수 θήλαι

(너는) 펴졌어라

θηλάσθω

(그는) 펴졌어라

쌍수 θήλασθον

(너희 둘은) 펴졌어라

θηλάσθων

(그 둘은) 펴졌어라

복수 θήλασθε

(너희는) 펴졌어라

θηλάσθων

(그들은) 펴졌어라

부정사 θήλεσθαι

펴졌는 것

분사 남성여성중성
θηλαμενος

θηλαμενου

θηλαμενη

θηλαμενης

θηλαμενον

θηλαμενου

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τέθηλα

(나는) 폈다

τέθηλας

(너는) 폈다

τέθηλε(ν)

(그는) 폈다

쌍수 τεθήλατον

(너희 둘은) 폈다

τεθήλατον

(그 둘은) 폈다

복수 τεθήλαμεν

(우리는) 폈다

τεθήλατε

(너희는) 폈다

τεθήλασι(ν)

(그들은) 폈다

접속법단수 τεθήλω

(나는) 폈자

τεθήλῃς

(너는) 폈자

τεθήλῃ

(그는) 폈자

쌍수 τεθήλητον

(너희 둘은) 폈자

τεθήλητον

(그 둘은) 폈자

복수 τεθήλωμεν

(우리는) 폈자

τεθήλητε

(너희는) 폈자

τεθήλωσι(ν)

(그들은) 폈자

기원법단수 τεθήλοιμι

(나는) 폈기를 (바라다)

τεθήλοις

(너는) 폈기를 (바라다)

τεθήλοι

(그는) 폈기를 (바라다)

쌍수 τεθήλοιτον

(너희 둘은) 폈기를 (바라다)

τεθηλοίτην

(그 둘은) 폈기를 (바라다)

복수 τεθήλοιμεν

(우리는) 폈기를 (바라다)

τεθήλοιτε

(너희는) 폈기를 (바라다)

τεθήλοιεν

(그들은) 폈기를 (바라다)

명령법단수 τέθηλε

(너는) 폈어라

τεθηλέτω

(그는) 폈어라

쌍수 τεθήλετον

(너희 둘은) 폈어라

τεθηλέτων

(그 둘은) 폈어라

복수 τεθήλετε

(너희는) 폈어라

τεθηλόντων

(그들은) 폈어라

부정사 τεθηλέναι

폈는 것

분사 남성여성중성
τεθηλως

τεθηλοντος

τεθηλυια

τεθηλυιας

τεθηλον

τεθηλοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ θάλλει πάπυρος ἄνευ ὕδατος ἢ ὑψωθήσεται βούτομον ἄνευ πότου; (Septuagint, Liber Iob 8:11)

    (70인역 성경, 욥기 8:11)

  • καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει, ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 15:13)

    (70인역 성경, 잠언 15:13)

  • ἐν πολλοῖς ξύλοις θάλλει πῦρ, ὅπου δὲ οὐκ ἔστι δίθυμος, ἡσυχάζει μάχη. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:21)

    (70인역 성경, 잠언 26:21)

  • καὶ ἔμελλον οὕτω διατεθήσεσθαι τὴν γνώμην ἰδὼν πόλιν ἀκμάζουσαν ἀκμῇ τοσαύτῃ καὶ κατὰ τὸν ποιητὴν ἐκεῖνον ἀνθοῦσαν ἀγαθοῖς πᾶσιν οἷς θάλλει πόλις. (Lucian, Scytha 19:3)

    (루키아노스, Scytha 19:3)

  • ὥστε ἐς τήνδε τὴν παροῦσαν βασιλείαν, ἣν Ἀδριανὸς εἰκοστὸν τοῦτ᾿ ἔτος βασιλεύει, πολὺ μᾶλλον συμβαίνειν μοι δοκεῖ τὰ ἔπη ταῦτα ἤπερ ἔς τὴν πάλαι Λακεδαίμονα ἕ᾿νθ᾿ αἰχμά τε νέων θάλλει καὶ μῶσα λίγεια, καὶ δίκα εὐρυάγυια καλῶν ἐπιτάρροθος ἔργων. (Arrian, chapter 44 5:1)

    (아리아노스, chapter 44 5:1)

  • ἐς τάσδε γὰρ βλέψας ἐπηυξάμην τάδε γραῦς, αἳ λιποῦσαι δώματ Ἀργείας χθονὸς ἱκτῆρι θαλλῷ προσπίτνους ἐμὸν γόνυ, πάθος παθοῦσαι δεινόν: (Euripides, Suppliants, episode 1:2)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:2)

  • ὁ δὲ ἔλεγχος, Παρρησιάδη, τοιόσδε ἔστω, οἱο῀ς ὁ τῶν ἀετῶν πρὸς τὸν ἥλιον εἶναι λέγεται, οὐ μὰ Δί ὥστε κἀκείνους ἀντιβλέπειν τῷ φωτὶ καὶ πρὸς ἐκεῖνο δοκιμάζεσθαι, ἀλλὰ προθεὶς χρυσίον καὶ δόξαν καὶ ἡδονὴν ὃν μὲν ἂν αὐτῶν ἴδῃς ὑπερορῶντα καὶ μηδαμῶς ἑλκόμενον πρὸς τὴν ὄψιν, οὗτος ἔστω ὁ τῷ θαλλῷ στεφόμενος, ὃν δ ἂν ἀτενὲς ἀποβλέποντα καὶ τὴν χεῖρα ὀρέγοντα ἐπὶ τὸ χρυσίον, ἀπάγειν ἐπὶ τὸ καυτήριον τοῦτον ἀποκείρας ^ πρότερον τὸν πώγωνα ὡς ἔδοξεν. (Lucian, Piscator, (no name) 46:5)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 46:5)

  • "παιδίον γὰρ πάγκαλον ἐκ τῆς αἰσχίστης αὐτῷ ταύτης ἐγένετο, καὶ πρῴην γε, ἐπεὶ ἀράμενος αὐτὸ εἰσεκόμισεν ὁ πατὴρ εἰς τὸ βουλευτήριον θαλλῷ ἐστεμμένον καὶ μέλανα ἀμπεχόμενον, ὡς ἐλεεινότερον φανείη ὑπὲρ τοῦ πάππου, τὸ μὲν βρέφος ἀνεγέλασε πρὸς τοὺς βουλευτὰς καὶ συνεκρότει τὼ χεῖρε, ἡ βουλὴ δὲ ἐπικλασθεῖσα πρὸς αὐτὸ ἀφίησι τῷ Μενεκράτει τὴν καταδίκην καὶ ἤδη ἐπίτιμός ἐστι, τηλικούτῳ συνηγόρῳ χρησάμενος πρὸς τὸ συνέδριον. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 24:20)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 24:20)

  • "μετὰ δὲ τὴν φυγὴν κυρίους Ἀθηναίους ποιήσας τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ πλείους τῶν πεντακισχιλίων Πελοποννησίους λαβὼν ἀνέπεμψεν εἰς τὰς Ἀθήνας, κατιών τε μετὰ ταῦτα εἰς τὴν πατρίδα ἐστεφάνωσε τὰς Ἀττικὰς τριήρεις θαλλῷ καὶ μίτραις καὶ ταινίαις, καὶ ἀναψάμενος τὰς αἰχμαλώτους ναῦς ἠκρωτηριασμένας εἰς διακοσίας ἱππαγωγούς τε ἄγων σκύλων καὶ ὅπλων Λακωνικῶν καὶ Πελοποννησιακῶν μεστὰς εἰσέπλει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 47 3:19)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 47 3:19)

  • ἴστορες θεοὶ Ἄγραυλος, Ἑστία, Ἐνυώ, Ἐνυάλιος, Ἄρης καὶ Ἀθηνᾶ Ἀρεία, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη, Ἡρακλῆς, ὁρ´οι τῆς πατρίδος, πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ . (Lycurgus, Speeches, 101:4)

    (리쿠르고스, 연설, 101:4)

유의어

  1. 피다

  2. 자라다

  3. 풍부하다

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION