헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτερωτός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτερωτός

형태분석: πτερωτ (어간) + ος (어미)

어원: ptero/w

  1. 날개가 있는, 나는
  1. winged

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πτερωτός

날개가 있는 (이)가

πτερωτή

날개가 있는 (이)가

πτέρωτον

날개가 있는 (것)가

속격 πτερωτοῦ

날개가 있는 (이)의

πτερωτῆς

날개가 있는 (이)의

πτερώτου

날개가 있는 (것)의

여격 πτερωτῷ

날개가 있는 (이)에게

πτερωτῇ

날개가 있는 (이)에게

πτερώτῳ

날개가 있는 (것)에게

대격 πτερωτόν

날개가 있는 (이)를

πτερωτήν

날개가 있는 (이)를

πτέρωτον

날개가 있는 (것)를

호격 πτερωτέ

날개가 있는 (이)야

πτερωτή

날개가 있는 (이)야

πτέρωτον

날개가 있는 (것)야

쌍수주/대/호 πτερωτώ

날개가 있는 (이)들이

πτερωτᾱ́

날개가 있는 (이)들이

πτερώτω

날개가 있는 (것)들이

속/여 πτερωτοῖν

날개가 있는 (이)들의

πτερωταῖν

날개가 있는 (이)들의

πτερώτοιν

날개가 있는 (것)들의

복수주격 πτερωτοί

날개가 있는 (이)들이

πτερωταί

날개가 있는 (이)들이

πτέρωτα

날개가 있는 (것)들이

속격 πτερωτῶν

날개가 있는 (이)들의

πτερωτῶν

날개가 있는 (이)들의

πτερώτων

날개가 있는 (것)들의

여격 πτερωτοῖς

날개가 있는 (이)들에게

πτερωταῖς

날개가 있는 (이)들에게

πτερώτοις

날개가 있는 (것)들에게

대격 πτερωτούς

날개가 있는 (이)들을

πτερωτᾱ́ς

날개가 있는 (이)들을

πτέρωτα

날개가 있는 (것)들을

호격 πτερωτοί

날개가 있는 (이)들아

πτερωταί

날개가 있는 (이)들아

πτέρωτα

날개가 있는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πτερωτός

πτερωτοῦ

날개가 있는 (이)의

πτερωτότερος

πτερωτοτεροῦ

더 날개가 있는 (이)의

πτερωτότατος

πτερωτοτατοῦ

가장 날개가 있는 (이)의

부사 πτερώτως

πτερωτότερον

πτερωτότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τόνδ’ αὖ θέλεισ τὸν δαίμον’ ἀνθρώποισιν ἐσφέρων νέον σκοπεῖν πτερωτοὺσ κἀμπύρων μισθοὺσ φέρειν. (Euripides, episode 6:2)

    (에우리피데스, episode 6:2)

  • ἡ δὲ γεννᾷ θυγατέρασ μὲν Κλεοπάτραν καὶ Χιόνην, υἱοὺσ δὲ Ζήτην καὶ Κάλαϊν πτερωτούσ, οἳ πλέοντεσ σὺν Ιἄσονι καὶ τὰσ ἁρπυίασ διώκοντεσ ἀπέθανον, ὡσ δὲ Ἀκουσίλαοσ λέγει, περὶ Τῆνον ὑφ’ Ἡρακλέουσ ἀπώλοντο. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 15 2:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 15 2:2)

  • λόγοσ δὲ ἐστὶ ἅμα τῷ ἐάρι πτερωτοὺσ ὄφισ ἐκ τῆσ Ἀραβίησ πέτεσθαι ἐπ’ Αἰγύπτου, τὰσ δὲ ἴβισ τὰσ ὄρνιθασ ἀπαντώσασ ἐσ τὴν ἐσβολὴν ταύτησ τῆσ χώρησ οὐ παριέναι τοὺσ ὄφισ ἀλλὰ κατακτείνειν. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 75 4:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 75 4:1)

  • οὕτω χρὴ πάντα τινὰ μήτε ἐπίδρομον τὴν γνώμην μήτε ἀπίστωσ ἔχειν ἐσ τὰ σπανιώτερα, ἐπεί τοι καὶ ἐγὼ πτερωτοὺσ ὄφεισ οὐ θεασάμενοσ πείθομαι· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 21 9:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 21 9:2)

  • τῶν τε μυρμήκων τινὰσ καὶ πτερωτοὺσ λέγουσι τῶν χρυσωρύχων· (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 138:3)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 138:3)

유의어

  1. 날개가 있는

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION