헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρόσκαιρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρόσκαιρος πρόσκαιρον

형태분석: προσκαιρ (어간) + ος (어미)

  1. 계절적, 임시의, 한때의
  1. for a season, temporary

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πρόσκαιρος

계절적 (이)가

πρόσκαιρον

계절적 (것)가

속격 προσκαίρου

계절적 (이)의

προσκαίρου

계절적 (것)의

여격 προσκαίρῳ

계절적 (이)에게

προσκαίρῳ

계절적 (것)에게

대격 πρόσκαιρον

계절적 (이)를

πρόσκαιρον

계절적 (것)를

호격 πρόσκαιρε

계절적 (이)야

πρόσκαιρον

계절적 (것)야

쌍수주/대/호 προσκαίρω

계절적 (이)들이

προσκαίρω

계절적 (것)들이

속/여 προσκαίροιν

계절적 (이)들의

προσκαίροιν

계절적 (것)들의

복수주격 πρόσκαιροι

계절적 (이)들이

πρόσκαιρα

계절적 (것)들이

속격 προσκαίρων

계절적 (이)들의

προσκαίρων

계절적 (것)들의

여격 προσκαίροις

계절적 (이)들에게

προσκαίροις

계절적 (것)들에게

대격 προσκαίρους

계절적 (이)들을

πρόσκαιρα

계절적 (것)들을

호격 πρόσκαιροι

계절적 (이)들아

πρόσκαιρα

계절적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκεῖνα μὲν γὰρ ἦν ἐντολαὶ πρόσκαιροι παρὰ τοῦ δεσπότου, Μιλτιάδησ δὲ πάλαι πεπεικὼσ ἦν Ἀθηναίουσ μηδένα δεσπότην πλὴν τῶν νόμων ἡγεῖσθαι, μηδὲ τοῦ καλοῦ καὶ δικαίου μηδένα κρείττω νομίσαι φόβον, μηδ’ οὕτωσ ἀνάγκην ἰσχυρὰν δι’ ἣν προσήκειν γενέσθαι χείροσι. (Aristides, Aelius, Orationes, 48:5)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 48:5)

  • οἱ μὲν οὖν τοιοῦτοι μερισμοὶ πρόσκαιροι καὶ ἄλλοτ’ ἄλλοι. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 3 22:11)

    (스트라본, 지리학, Book 7, chapter 3 22:11)

  • καὶ οὐκ ἔχουσιν ῥίζαν ἐν ἑαυτοῖσ ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν, εἶτα γενομένησ θλίψεωσ ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον εὐθὺσ σκανδαλίζονται. (, chapter 4 19:1)

    (, chapter 4 19:1)

유의어

  1. 계절적

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION