Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεμβάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσεμβάλλω

Structure: προς (Prefix) + ἐμ (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw or put into besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεμβάλλω προσεμβάλλεις προσεμβάλλει
Dual προσεμβάλλετον προσεμβάλλετον
Plural προσεμβάλλομεν προσεμβάλλετε προσεμβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular προσεμβάλλω προσεμβάλλῃς προσεμβάλλῃ
Dual προσεμβάλλητον προσεμβάλλητον
Plural προσεμβάλλωμεν προσεμβάλλητε προσεμβάλλωσιν*
OptativeSingular προσεμβάλλοιμι προσεμβάλλοις προσεμβάλλοι
Dual προσεμβάλλοιτον προσεμβαλλοίτην
Plural προσεμβάλλοιμεν προσεμβάλλοιτε προσεμβάλλοιεν
ImperativeSingular προσεμβάλλε προσεμβαλλέτω
Dual προσεμβάλλετον προσεμβαλλέτων
Plural προσεμβάλλετε προσεμβαλλόντων, προσεμβαλλέτωσαν
Infinitive προσεμβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεμβαλλων προσεμβαλλοντος προσεμβαλλουσα προσεμβαλλουσης προσεμβαλλον προσεμβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεμβάλλομαι προσεμβάλλει, προσεμβάλλῃ προσεμβάλλεται
Dual προσεμβάλλεσθον προσεμβάλλεσθον
Plural προσεμβαλλόμεθα προσεμβάλλεσθε προσεμβάλλονται
SubjunctiveSingular προσεμβάλλωμαι προσεμβάλλῃ προσεμβάλληται
Dual προσεμβάλλησθον προσεμβάλλησθον
Plural προσεμβαλλώμεθα προσεμβάλλησθε προσεμβάλλωνται
OptativeSingular προσεμβαλλοίμην προσεμβάλλοιο προσεμβάλλοιτο
Dual προσεμβάλλοισθον προσεμβαλλοίσθην
Plural προσεμβαλλοίμεθα προσεμβάλλοισθε προσεμβάλλοιντο
ImperativeSingular προσεμβάλλου προσεμβαλλέσθω
Dual προσεμβάλλεσθον προσεμβαλλέσθων
Plural προσεμβάλλεσθε προσεμβαλλέσθων, προσεμβαλλέσθωσαν
Infinitive προσεμβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεμβαλλομενος προσεμβαλλομενου προσεμβαλλομενη προσεμβαλλομενης προσεμβαλλομενον προσεμβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεμβαλῶ προσεμβαλεῖς προσεμβαλεῖ
Dual προσεμβαλεῖτον προσεμβαλεῖτον
Plural προσεμβαλοῦμεν προσεμβαλεῖτε προσεμβαλοῦσιν*
OptativeSingular προσεμβαλοῖμι προσεμβαλοῖς προσεμβαλοῖ
Dual προσεμβαλοῖτον προσεμβαλοίτην
Plural προσεμβαλοῖμεν προσεμβαλοῖτε προσεμβαλοῖεν
Infinitive προσεμβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεμβαλων προσεμβαλουντος προσεμβαλουσα προσεμβαλουσης προσεμβαλουν προσεμβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεμβαλοῦμαι προσεμβαλεῖ, προσεμβαλῇ προσεμβαλεῖται
Dual προσεμβαλεῖσθον προσεμβαλεῖσθον
Plural προσεμβαλούμεθα προσεμβαλεῖσθε προσεμβαλοῦνται
OptativeSingular προσεμβαλοίμην προσεμβαλοῖο προσεμβαλοῖτο
Dual προσεμβαλοῖσθον προσεμβαλοίσθην
Plural προσεμβαλοίμεθα προσεμβαλοῖσθε προσεμβαλοῖντο
Infinitive προσεμβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεμβαλουμενος προσεμβαλουμενου προσεμβαλουμενη προσεμβαλουμενης προσεμβαλουμενον προσεμβαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ἐχθὲσ γάρ, ὦ ἑταῖρε, καὶ πρῴην μετὰ τὰσ ἀποδύσεισ καὶ ἀπογυμνώσεισ τῶν νέων παραδὺσ εἰσ τὰ γυμνάσια καὶ προσανατριβόμενοσ ἡσυχῆ καὶ προσεμβαλών, εἶτα κατὰ μικρὸν ἐν ταῖσ παλαίστραισ πτεροφυήσασ οὐκέτι καθεκτὸσ ἐστιν, ἀλλὰ λοιδορεῖ καὶ προπηλακίζει τὸν γαμήλιον ἐκεῖνον καὶ συνεργὸν ἀθανασίασ τῷ θνητῷ γένει, σβεννυμένην ἡμῶν τὴν φύσιν εὐθὺσ ἐξανάπτοντα διὰ τῶν γενέσεων. (Plutarch, Amatorius, section 514)

Synonyms

  1. to throw or put into besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION