헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσβιβάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσβιβάζω προσβιβῶ

형태분석: προς (접두사) + βιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Causal of prosbai/nw

  1. 가져오다, 설득하다, 건네다, 주장하다, 데리다
  1. to make to approach, bring nearer
  2. to bring over, persuade, to bring, into accordance with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβιβάζω

προσβιβάζεις

προσβιβάζει

쌍수 προσβιβάζετον

προσβιβάζετον

복수 προσβιβάζομεν

προσβιβάζετε

προσβιβάζουσιν*

접속법단수 προσβιβάζω

προσβιβάζῃς

προσβιβάζῃ

쌍수 προσβιβάζητον

προσβιβάζητον

복수 προσβιβάζωμεν

προσβιβάζητε

προσβιβάζωσιν*

기원법단수 προσβιβάζοιμι

προσβιβάζοις

προσβιβάζοι

쌍수 προσβιβάζοιτον

προσβιβαζοίτην

복수 προσβιβάζοιμεν

προσβιβάζοιτε

προσβιβάζοιεν

명령법단수 προσβίβαζε

προσβιβαζέτω

쌍수 προσβιβάζετον

προσβιβαζέτων

복수 προσβιβάζετε

προσβιβαζόντων, προσβιβαζέτωσαν

부정사 προσβιβάζειν

분사 남성여성중성
προσβιβαζων

προσβιβαζοντος

προσβιβαζουσα

προσβιβαζουσης

προσβιβαζον

προσβιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβιβάζομαι

προσβιβάζει, προσβιβάζῃ

προσβιβάζεται

쌍수 προσβιβάζεσθον

προσβιβάζεσθον

복수 προσβιβαζόμεθα

προσβιβάζεσθε

προσβιβάζονται

접속법단수 προσβιβάζωμαι

προσβιβάζῃ

προσβιβάζηται

쌍수 προσβιβάζησθον

προσβιβάζησθον

복수 προσβιβαζώμεθα

προσβιβάζησθε

προσβιβάζωνται

기원법단수 προσβιβαζοίμην

προσβιβάζοιο

προσβιβάζοιτο

쌍수 προσβιβάζοισθον

προσβιβαζοίσθην

복수 προσβιβαζοίμεθα

προσβιβάζοισθε

προσβιβάζοιντο

명령법단수 προσβιβάζου

προσβιβαζέσθω

쌍수 προσβιβάζεσθον

προσβιβαζέσθων

복수 προσβιβάζεσθε

προσβιβαζέσθων, προσβιβαζέσθωσαν

부정사 προσβιβάζεσθαι

분사 남성여성중성
προσβιβαζομενος

προσβιβαζομενου

προσβιβαζομενη

προσβιβαζομενης

προσβιβαζομενον

προσβιβαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 가져오다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION