- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄσκημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: askēma 고전 발음: [께:마] 신약 발음: [께마]

기본형: ἄσκημα

형태분석: ἀσκηματ (어간)

어원: ἀσκέω

  1. 체육, 실제, 운동
  1. an exercise, practice

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄσκημα

체육이

ἀσκήματε

체육들이

ἀσκήματα

체육들이

속격 ἀσκήματος

체육의

ἀσκημάτοιν

체육들의

ἀσκημάτων

체육들의

여격 ἀσκήματι

체육에게

ἀσκημάτοιν

체육들에게

ἀσκήμασι(ν)

체육들에게

대격 ἄσκημα

체육을

ἀσκήματε

체육들을

ἀσκήματα

체육들을

호격 ἄσκημα

체육아

ἀσκήματε

체육들아

ἀσκήματα

체육들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λέγε οὖν τὸν λόγον ἐξ ἀρχῆς καθ ὅ τι τοὺς νέους παραλαβόντες ἐκ παίδων εὐθὺς διαπονεῖτε, καὶ ὅπως ὑμῖν ἄριστοι ἄνδρες ἀποβαίνουσιν ἐκ τοῦ πηλοῦ καὶ τῶν ἀσκημάτων τούτων, καί τί ἡ κόνις καὶ τὰ κυβιστήματα συντελεῖ πρὸς ἀρετὴν αὐτοῖς. (Lucian, Anacharsis, (no name) 18:5)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 18:5)

  • ἵνα δὲ μὴ δόξω φάσιν ἀναπόδεικτον λέγειν, ἐξ ὧν ἐπείσθην κρεῖττον εἶναι καὶ τελειότερον ἄσκημα τῆς ἐκλογῆς τὴν σύνθεσιν, ἔργῳ πειράσομαι δεικνύναι, ἐμμέτρων τε καὶ πεζῶν λόγων ἀπαρχὰς ὀλίγας προχειρισάμενος. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 37)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 37)

  • δεύτερον τοίνυν ἄσκημα πρὸς τὰς ἰδίας ἀποκρίσεις ἐστίν, αἷς οὐχ ἥκιστα δεῖ προσέχειν τὸν ἀδόλεσχον πρῶτον μέν, ἵνα μὴ λάθῃ τοῖς ἐπὶ γέλωτι καὶ ὕβρει προκαλουμένοις εἰς λόγους αὐτὸν ἀποκρινόμενος μετὰ σπουδῆς. (Plutarch, De garrulitate, section 201)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 201)

  • δεύτερον τοίνυν ἄσκημα πρὸς τὰς ἰδίας ἀποκρίσεις ἐστίν, αἷς οὐχ ἣκιστα δεῖ προσέχειν τὸν ἀδόλεσχον: (Plutarch, De garrulitate, section 201)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 201)

  • Ἐργαζόμενον μὲν, ταχέως, ἀπόνως, εὐπόρως, εὐρύθμως‧ ταχέως μὲν, ἀνύειν τὰ ἔργα‧ ἀπόνως δὲ, Ῥηῖδίως δρῇν‧ εὐπόρως δὲ, ἐς πᾶν ἑτοίμως‧ εὐρύθμως δὲ, ὁρῆσθαι ἡδέως‧ ἄφ ὧν δὲ ταῦτα ἀσκημάτων, εἴρηται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., KAT' IHTREION., 7.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., KAT' IHTREION., 7.2)

유의어

  1. 체육

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION