Ancient Greek-English Dictionary Language

πρόρριζος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρόρριζος πρόρριζον

Structure: προρριζ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: r(i/za

Sense

  1. by the roots, root and branch, utterly

Examples

  • ὡσ δὲ παραστρατοπεδεύσαντεσ ἐγγὺσ καὶ κατασκεψάμενοι τὸν πόρον ἤρξαντο χοῦν, καὶ τοὺσ πέριξ λόφουσ ἀναρρηγνύντεσ, ὥσπερ οἱ γίγαντεσ, ἅμα δένδρα πρόρριζα καὶ κρημνῶν σπαράγματα καὶ γῆσ κολωνοὺσ ἐφόρουν εἰσ τὸν ποταμόν, ἐκθλίβοντεσ τὸ ῥεῦμα καὶ τοῖσ ἐρείδουσι τὰ ζεύγματα βάθροισ ἐφιέντεσ βάρη μεγάλα συρόμενα κατὰ ῥοῦν καὶ τινάττοντα ταῖσ πληγαῖσ τὴν γέφυραν, ἀποδειλιάσαντεσ οἱ πλεῖστοι τῶν στρατιωτῶν ἐξέλειπον τὸ μέγα στρατόπεδον καὶ ἀνεχώρουν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 23 4:1)
  • βωμοὶ δ’ ἀίστοι, δαιμόνων θ’ ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων. (Aeschylus, Persians, episode, iambics 2:7)
  • ταῖσ γοῦν προβοσκίσιν ἐπάλξεισ καθαιρεῖν καὶ δένδρα ἀνασπᾶν πρόρριζα διανισταμένουσ εἰσ τοὺσ ὀπισθίουσ πόδασ. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 86:12)

Synonyms

  1. by the roots

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION