Ancient Greek-English Dictionary Language

πρακτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρακτικός

Structure: πρακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pra/ssw

Sense

  1. of or pertaining to action, concerned with action or business, active, practical

Examples

  • "τὸ δ’ ὁρμητικὸν ἐγειρόμενον ὑπὸ τοῦ φανταστικοῦ πρὸσ τὰ οἰκεῖα πρακτικῶσ κινεῖ τὸν ἄνθρωπον, οἱο͂ν ῥοπῆσ ἐν τῷ ἡγεμονικῷ καὶ νεύσεωσ γινομένησ οὐδὲ τοῦτ’ οὖν ἀναιροῦσιν οἱ περὶ πάντων ἐπέχοντεσ, ἀλλὰ χρῶνται τῇ ὁρμῇ φυσικῶσ ἀγούσῃ πρὸσ τὸ φαινόμενον οἰκεῖον. (Plutarch, Adversus Colotem, section 2610)
  • τὸ γὰρ καλὸν ἐφ’ αὑτὸ πρακτικῶσ κινεῖ καὶ πρακτικὴν εὐθὺσ ὁρμὴν ἐντίθησιν, ἠθοποιοῦν οὐ τῇ μιμήσει τὸν θεατήν, ἀλλὰ τῇ ἱστορίᾳ τοῦ ἔργου τὴν προαίρεσιν παρεχόμενον. (Plutarch, , chapter 2 3:2)
  • ἀλλ’ ἐν περιζώμασιν ἐκινδύνευον, ἐξ οὗ πρὸσ μὲν τὸ καταβαίνειν καὶ ταχέωσ ἀναπηδᾶν ἐπὶ τοὺσ ἵππουσ ἑτοίμωσ διέκειντο καὶ πρακτικῶσ, πρὸσ δὲ τὰσ συμπλοκὰσ ἐπισφαλῶσ εἶχον διὰ τὸ γυμνοὶ κινδυνεύειν. (Polybius, Histories, book 6, chapter 25 4:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION