Ancient Greek-English Dictionary Language

πρακτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρακτικός

Structure: πρακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pra/ssw

Sense

  1. of or pertaining to action, concerned with action or business, active, practical

Examples

  • καὶ γὰρ ἁρμονικοὶ τὸ κατακούειν ἡρμοσμένου καὶ γεωμέτραι τὸ ἀναλύειν καὶ ἀριθμητικοὶ τὴν ἐν τῷ λογίζεσθαι συνέχειαν ἐκλιπόντεσ ἅμα ταῖσ ἐνεργείαισ ἀμαυροῦσι ταῖσ ἡλικίαισ τὰσ ἕξεισ, καίπερ οὐ πρακτικὰσ ἀλλὰ θεωρητικὰσ τέχνασ ἔχοντεσ· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 16 8:1)
  • μοχθηρία καὶ διαψεύδεσθαι ποιεῖ περὶ τὰσ πρακτικὰσ ἀρχάσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 6 100:1)
  • ἀλλὰ τὸν πρακτικὸν οὐκ ἀναγκαῖον εἶναι πρὸσ ἑτέρουσ, καθάπερ οἰόνταί τινεσ, οὐδὲ τὰσ διανοίασ εἶναι μόνασ ταύτασ πρακτικάσ, τὰσ τῶν ἀποβαινόντων χάριν γιγνομένασ ἐκ τοῦ πράττειν, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὰσ αὐτοτελεῖσ καὶ τὰσ αὑτῶν ἕνεκεν θεωρίασ καὶ διανοήσεισ· (Aristotle, Politics, Book 7 59:2)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION