Ancient Greek-English Dictionary Language

πρακτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρακτικός

Structure: πρακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pra/ssw

Sense

  1. of or pertaining to action, concerned with action or business, active, practical

Examples

  • ἢ ἄρχοντα καλὸν ἐντάφιον ὡσ ἀληθῶσ τὴν ἀπὸ τοῦ βίου δόξαν τῷ θανάτῳ προστίθησι τοῦτο γάρ ἔσχατον δύεται κατὰ γᾶσ ὥσ φησι Σιμωνίδησ, πλὴν ὧν προαποθνήσκει τὸ φιλάνθρωπον καὶ φιλόκαλον καὶ προαπαυδᾷ τῆσ τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίασ ὁ τῶν καλῶν ζῆλοσ, ὡσ τὰ πρακτικὰ μέρη καὶ θεῖα τῆσ ψυχῆσ ἐξιτηλότερα τῶν παθητικῶν καὶ σωματικῶν ἐχούσησ· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 11:1)
  • κατὰ Πίνδαρον ἀλλ’ ἐνεργὰ βούλεται ποιεῖν ὧν ἂν ἅψηται καὶ πρακτικὰ καὶ ἔμψυχα καὶ· (Plutarch, Maxime cum principbus philosopho esse diserendum, chapter, section 1 6:1)
  • ὁμοίωσ δὲ καὶ τὰ μέλη τὰ πρακτικὰ παρέχει χαρὰν ἀβλαβῆ τοῖσ ἀνθρώποισ· (Aristotle, Politics, Book 8 115:2)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION