πορισμός
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πορισμός
πορισμοῦ
형태분석:
πορισμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- a providing, procuring, a means of getting, means of gain
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πρῶτον μὲν οὖν αἰτηθεὶσ ὑπ’ αὐτῶν λύτρα εἴκοσι τάλαντα κατεγέλασεν ὡσ οὐκ εἰδότων ὃν ᾑρήκοιεν, αὐτὸσ δὲ ὡμολόγησε πεντήκοντα δώσειν ἔπειτα τῶν περὶ αὐτὸν ἄλλον εἰσ ἄλλην διαπέμψασ πόλιν ἐπὶ τὸν τῶν χρημάτων πορισμόν, ἐν ἀνθρώποισ φονικωτάτοισ Κίλιξι μεθ’ ἑνὸσ φίλου καὶ δυοῖν ἀκολούθοιν ἀπολελειμμένοσ οὕτω καταφρονητικῶσ εἶχεν ὥστε πέμπων ὁσάκισ ἀναπαύοιτο προσέταττεν αὐτοῖσ σιωπᾶν. (Plutarch, Caesar, chapter 2 1:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 2 1:1)
- εἰσ νοσοκομίασ λοιπὸν ἐκκλείεται, εἰσ πορισμόν. (Epictetus, Works, book 3, 70:2)
(에픽테토스, Works, book 3, 70:2)
- τῶν δ’ ἀκρωτηρίων ἡ μὲν δεξιὰ τοὺσ δακτύλουσ ἐκτεταμένουσ ἔχουσα σημαίνει βίου πορισμόν, ἡ δ’ εὐώνυμοσ συνηγμένη τήρησιν καὶ φυλακὴν χρημάτων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 4 3:2)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 4 3:2)
- διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆσ ἀληθείασ, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. (PROS TIMOQEON A, chapter 4 52:1)
(PROS TIMOQEON A, chapter 4 52:1)
- ὁ δὲ Λεύκιοσ δυσαρεστούμενοσ μὲν τοῖσ τόποισ, ὁρῶν δ’ ὅτι ταχέωσ ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διὰ τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων, εἶχε τὴν ἡσυχίαν, ἀσφαλισάμενοσ ταῖσ ἐφεδρείαισ τὰσ παρεμβολάσ. (Polybius, Histories, book 3, chapter 112 2:1)
(폴리비오스, Histories, book 3, chapter 112 2:1)