Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυπράγμων

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πολυπράγμων πολυπράγμον

Structure: πολυπραγμων (Stem)

Etym.: pra=gma

Sense

  1. busy after many things, over-busy, meddlesome, officious, a busybody, the restless

Examples

  • διὸ καὶ πίστεωσ ἁπάσησ ἔρημοσ ὁ πολυπράγμων ἐστὶν οἰκέταισ γοῦν καὶ ξ ξένοισ πιστεύομεν μᾶλλον ἐπιστολὰσ καὶ γράμματα καὶ σφραγῖδασ ἢ φίλοισ καὶ οἰκείοισ πολυπράγμοσιν. (Plutarch, De curiositate, section 9 1:3)
  • διὸ καὶ χρήσιμον ὡσ ἔνι μάλιστα πρὸσ τὴν ἀποτροπὴν τοῖσ πολυπράγμοσιν ἡ τῶν προεγνωσμένων ἀνάμνησισ. (Plutarch, De curiositate, section 101)
  • οἰκέταισ γοῦν καὶ ξένοισ πιστεύομεν μᾶλλον ἐπιστολὰσ καὶ γράμματα καὶ σφραγῖδασ ἢ φίλοισ καὶ οἰκείοισ πολυπράγμοσιν. (Plutarch, De curiositate, section 9 6:2)
  • διὸ καὶ χρήσιμον ὡσ ἔνι μάλιστα πρὸσ τὴν ἀποτροπὴν τοῖσ πολυπράγμοσιν ἡ τῶν προεγνωσμένων ἀνάμνησισ. (Plutarch, De curiositate, section 101)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION