헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιμαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποιμαίνω

형태분석: ποιμαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: poimh/n

  1. 몰다, 간호하다, 돌보다, 보존하다
  2. 몰다, 아끼다, 기르다, 양육하다
  3. 속이다, 기만하다, 두르다
  1. to be shepherd, to tend, to roam the pastures
  2. has been traversed
  3. to tend, cherish, mind
  4. to beguile, to deceive

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιμαίνω

(나는) 몬다

ποιμαίνεις

(너는) 몬다

ποιμαίνει

(그는) 몬다

쌍수 ποιμαίνετον

(너희 둘은) 몬다

ποιμαίνετον

(그 둘은) 몬다

복수 ποιμαίνομεν

(우리는) 몬다

ποιμαίνετε

(너희는) 몬다

ποιμαίνουσιν*

(그들은) 몬다

접속법단수 ποιμαίνω

(나는) 몰자

ποιμαίνῃς

(너는) 몰자

ποιμαίνῃ

(그는) 몰자

쌍수 ποιμαίνητον

(너희 둘은) 몰자

ποιμαίνητον

(그 둘은) 몰자

복수 ποιμαίνωμεν

(우리는) 몰자

ποιμαίνητε

(너희는) 몰자

ποιμαίνωσιν*

(그들은) 몰자

기원법단수 ποιμαίνοιμι

(나는) 몰기를 (바라다)

ποιμαίνοις

(너는) 몰기를 (바라다)

ποιμαίνοι

(그는) 몰기를 (바라다)

쌍수 ποιμαίνοιτον

(너희 둘은) 몰기를 (바라다)

ποιμαινοίτην

(그 둘은) 몰기를 (바라다)

복수 ποιμαίνοιμεν

(우리는) 몰기를 (바라다)

ποιμαίνοιτε

(너희는) 몰기를 (바라다)

ποιμαίνοιεν

(그들은) 몰기를 (바라다)

명령법단수 ποίμαινε

(너는) 몰아라

ποιμαινέτω

(그는) 몰아라

쌍수 ποιμαίνετον

(너희 둘은) 몰아라

ποιμαινέτων

(그 둘은) 몰아라

복수 ποιμαίνετε

(너희는) 몰아라

ποιμαινόντων, ποιμαινέτωσαν

(그들은) 몰아라

부정사 ποιμαίνειν

모는 것

분사 남성여성중성
ποιμαινων

ποιμαινοντος

ποιμαινουσα

ποιμαινουσης

ποιμαινον

ποιμαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ποιμαίνομαι

(나는) 몰린다

ποιμαίνει, ποιμαίνῃ

(너는) 몰린다

ποιμαίνεται

(그는) 몰린다

쌍수 ποιμαίνεσθον

(너희 둘은) 몰린다

ποιμαίνεσθον

(그 둘은) 몰린다

복수 ποιμαινόμεθα

(우리는) 몰린다

ποιμαίνεσθε

(너희는) 몰린다

ποιμαίνονται

(그들은) 몰린다

접속법단수 ποιμαίνωμαι

(나는) 몰리자

ποιμαίνῃ

(너는) 몰리자

ποιμαίνηται

(그는) 몰리자

쌍수 ποιμαίνησθον

(너희 둘은) 몰리자

ποιμαίνησθον

(그 둘은) 몰리자

복수 ποιμαινώμεθα

(우리는) 몰리자

ποιμαίνησθε

(너희는) 몰리자

ποιμαίνωνται

(그들은) 몰리자

기원법단수 ποιμαινοίμην

(나는) 몰리기를 (바라다)

ποιμαίνοιο

(너는) 몰리기를 (바라다)

ποιμαίνοιτο

(그는) 몰리기를 (바라다)

쌍수 ποιμαίνοισθον

(너희 둘은) 몰리기를 (바라다)

ποιμαινοίσθην

(그 둘은) 몰리기를 (바라다)

복수 ποιμαινοίμεθα

(우리는) 몰리기를 (바라다)

ποιμαίνοισθε

(너희는) 몰리기를 (바라다)

ποιμαίνοιντο

(그들은) 몰리기를 (바라다)

명령법단수 ποιμαίνου

(너는) 몰려라

ποιμαινέσθω

(그는) 몰려라

쌍수 ποιμαίνεσθον

(너희 둘은) 몰려라

ποιμαινέσθων

(그 둘은) 몰려라

복수 ποιμαίνεσθε

(너희는) 몰려라

ποιμαινέσθων, ποιμαινέσθωσαν

(그들은) 몰려라

부정사 ποιμαίνεσθαι

몰리는 것

분사 남성여성중성
ποιμαινομενος

ποιμαινομενου

ποιμαινομενη

ποιμαινομενης

ποιμαινομενον

ποιμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποίμαινον

(나는) 몰고 있었다

ἐποίμαινες

(너는) 몰고 있었다

ἐποίμαινεν*

(그는) 몰고 있었다

쌍수 ἐποιμαίνετον

(너희 둘은) 몰고 있었다

ἐποιμαινέτην

(그 둘은) 몰고 있었다

복수 ἐποιμαίνομεν

(우리는) 몰고 있었다

ἐποιμαίνετε

(너희는) 몰고 있었다

ἐποίμαινον

(그들은) 몰고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποιμαινόμην

(나는) 몰리고 있었다

ἐποιμαίνου

(너는) 몰리고 있었다

ἐποιμαίνετο

(그는) 몰리고 있었다

쌍수 ἐποιμαίνεσθον

(너희 둘은) 몰리고 있었다

ἐποιμαινέσθην

(그 둘은) 몰리고 있었다

복수 ἐποιμαινόμεθα

(우리는) 몰리고 있었다

ἐποιμαίνεσθε

(너희는) 몰리고 있었다

ἐποιμαίνοντο

(그들은) 몰리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τάδε λέγει Κύριοσ παντοκράτωρ. ποιμαίνετε τὰ πρόβατα τῆσ σφαγῆσ, (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:4)

    (70인역 성경, 즈카르야서 11:4)

  • τῆσ γὰρ ἠπείρου τὸ καρτερώτατον νέμεσθε καὶ πιότατον, πεδίων δὲ καὶ ὀρῶν μεταξὺ καλλίστων ἵδρυσθε, καὶ πηγὰσ ἀφθονωτάτασ ἔχετε καὶ χώραν εὐκαρποτάτην ξύμπαντα μυρία φέρουσαν, πυρούσ τε ζειάσ τ’ ἠδ’ εὐρυφυὲσ κρῖ λευκόν, καὶ πολλὰσ μὲν ἀγέλασ, πολλὰσ δὲ ποίμνασ ποιμαίνετε καὶ βουκολεῖτε. (Dio, Chrysostom, Orationes, 17:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 17:2)

유의어

  1. 몰다

  2. has been traversed

  3. 몰다

  4. 속이다

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION