헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πληθύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πληθύω

형태분석: πληθύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from plhqu/_s

  1. 부풀다, 떠오르다, 오르다, 솟다
  2. 곱셈을 하다, 증식시키다, 누적하다
  3. 풍부하다, ~에 접촉해 있다, 가득차다
  4. 우세하다, 매우 잘 할수 있다, 만연하다, 늘리다
  1. to be or become full, to swell, rise
  2. to increase in number, multiply
  3. to abound, in
  4. to be general, prevail, increasing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πληθύω

(나는) 부푼다

πληθύεις

(너는) 부푼다

πληθύει

(그는) 부푼다

쌍수 πληθύετον

(너희 둘은) 부푼다

πληθύετον

(그 둘은) 부푼다

복수 πληθύομεν

(우리는) 부푼다

πληθύετε

(너희는) 부푼다

πληθύουσιν*

(그들은) 부푼다

접속법단수 πληθύω

(나는) 부풀자

πληθύῃς

(너는) 부풀자

πληθύῃ

(그는) 부풀자

쌍수 πληθύητον

(너희 둘은) 부풀자

πληθύητον

(그 둘은) 부풀자

복수 πληθύωμεν

(우리는) 부풀자

πληθύητε

(너희는) 부풀자

πληθύωσιν*

(그들은) 부풀자

기원법단수 πληθύοιμι

(나는) 부풀기를 (바라다)

πληθύοις

(너는) 부풀기를 (바라다)

πληθύοι

(그는) 부풀기를 (바라다)

쌍수 πληθύοιτον

(너희 둘은) 부풀기를 (바라다)

πληθυοίτην

(그 둘은) 부풀기를 (바라다)

복수 πληθύοιμεν

(우리는) 부풀기를 (바라다)

πληθύοιτε

(너희는) 부풀기를 (바라다)

πληθύοιεν

(그들은) 부풀기를 (바라다)

명령법단수 πλήθυε

(너는) 부풀어라

πληθυέτω

(그는) 부풀어라

쌍수 πληθύετον

(너희 둘은) 부풀어라

πληθυέτων

(그 둘은) 부풀어라

복수 πληθύετε

(너희는) 부풀어라

πληθυόντων, πληθυέτωσαν

(그들은) 부풀어라

부정사 πληθύειν

부푸는 것

분사 남성여성중성
πληθυων

πληθυοντος

πληθυουσα

πληθυουσης

πληθυον

πληθυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πληθύομαι

(나는) 부풀려진다

πληθύει, πληθύῃ

(너는) 부풀려진다

πληθύεται

(그는) 부풀려진다

쌍수 πληθύεσθον

(너희 둘은) 부풀려진다

πληθύεσθον

(그 둘은) 부풀려진다

복수 πληθυόμεθα

(우리는) 부풀려진다

πληθύεσθε

(너희는) 부풀려진다

πληθύονται

(그들은) 부풀려진다

접속법단수 πληθύωμαι

(나는) 부풀려지자

πληθύῃ

(너는) 부풀려지자

πληθύηται

(그는) 부풀려지자

쌍수 πληθύησθον

(너희 둘은) 부풀려지자

πληθύησθον

(그 둘은) 부풀려지자

복수 πληθυώμεθα

(우리는) 부풀려지자

πληθύησθε

(너희는) 부풀려지자

πληθύωνται

(그들은) 부풀려지자

기원법단수 πληθυοίμην

(나는) 부풀려지기를 (바라다)

πληθύοιο

(너는) 부풀려지기를 (바라다)

πληθύοιτο

(그는) 부풀려지기를 (바라다)

쌍수 πληθύοισθον

(너희 둘은) 부풀려지기를 (바라다)

πληθυοίσθην

(그 둘은) 부풀려지기를 (바라다)

복수 πληθυοίμεθα

(우리는) 부풀려지기를 (바라다)

πληθύοισθε

(너희는) 부풀려지기를 (바라다)

πληθύοιντο

(그들은) 부풀려지기를 (바라다)

명령법단수 πληθύου

(너는) 부풀려져라

πληθυέσθω

(그는) 부풀려져라

쌍수 πληθύεσθον

(너희 둘은) 부풀려져라

πληθυέσθων

(그 둘은) 부풀려져라

복수 πληθύεσθε

(너희는) 부풀려져라

πληθυέσθων, πληθυέσθωσαν

(그들은) 부풀려져라

부정사 πληθύεσθαι

부풀려지는 것

분사 남성여성중성
πληθυομενος

πληθυομενου

πληθυομενη

πληθυομενης

πληθυομενον

πληθυομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλήθυον

(나는) 부풀고 있었다

ἐπλήθυες

(너는) 부풀고 있었다

ἐπλήθυεν*

(그는) 부풀고 있었다

쌍수 ἐπληθύετον

(너희 둘은) 부풀고 있었다

ἐπληθυέτην

(그 둘은) 부풀고 있었다

복수 ἐπληθύομεν

(우리는) 부풀고 있었다

ἐπληθύετε

(너희는) 부풀고 있었다

ἐπλήθυον

(그들은) 부풀고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπληθυόμην

(나는) 부풀려지고 있었다

ἐπληθύου

(너는) 부풀려지고 있었다

ἐπληθύετο

(그는) 부풀려지고 있었다

쌍수 ἐπληθύεσθον

(너희 둘은) 부풀려지고 있었다

ἐπληθυέσθην

(그 둘은) 부풀려지고 있었다

복수 ἐπληθυόμεθα

(우리는) 부풀려지고 있었다

ἐπληθύεσθε

(너희는) 부풀려지고 있었다

ἐπληθύοντο

(그들은) 부풀려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "εἰ μὲν εἰσ ἀκροάσεισ λόγων, ἔφη, παρεκεκλήμην, ἠπιστάμην ἥκειν ἀγορᾶσ πληθυούσησ οὕτωσ γάρ τισ τῶν σοφῶν τὴν τῶν δείξεων ὡρ́αν ἐκάλει, καὶ αὐτὸν οἱ πολλοὶ διὰ τοῦτο Πληθαγόραν ὠνόμαζον εἰ δὲ λουσάμενοι λογάρια δειπνοῦμεν, μακρὰσ τίθημι συμβολὰσ ἀκροώμενοσ κατὰ τὸν Μένανδρον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 99 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 99 3:1)

  • ὅτι λελυμένων μὲν τῶν θεραπόντων ὅσουσ πρότερον ἐν τοῖσ δεσμοῖσ εἶχον οἱ δεσπόται, πληθυούσησ ὄχλου ξενικοῦ τῆσ πόλεωσ, ἀναπεπταμένων τῶν οἰκιῶν διὰ ἡμέρασ τε καὶ νυκτόσ, καὶ δίχα κωλύσεωσ εἰσιόντων εἰσ αὐτὰσ τῶν βουλομένων, οὔτε χρῆμα οὐδὲν ἀπολωλεκέναι τισ ᾐτιάσατο οὔτε ἠδικῆσθαί τινα ὑπ’ οὐδενόσ, καίτοι πολλὰ φέρειν εἰωθότων πλημμελῆ καὶ παράνομα τῶν ἑορταίων καιρῶν διὰ τὰσ μέθασ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 9 5:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 9 5:2)

  • τῇ δ’ ἔγγιστα νυκτὶ Ῥωμαίων ἄνδρασ ἐπιφανεῖσ ἐντειλάμενοσ αὐτοῖσ ἃ χρὴ πράττειν ἀπέστειλεν εἰσ Ἄλβαν ἅμα τοῖσ εἰρηνοδίκαισ αἰτήσοντασ ὑπὲρ ὧν ἠδίκηντο Ῥωμαῖοι δίκασ παρ’ Ἀλβανῶν λαβεῖν, οἳ πρὶν ἥλιον ἀνίσχειν διανύσαντεσ τὴν ὁδὸν πληθυούσησ τῆσ ἑωθινῆσ ἀγορᾶσ ἐντυγχάνουσι τῷ Κλοιλίῳ κατ’ ἀγορὰν ὄντι καὶ διεξιόντεσ ὅσα ἠδίκηντο Ῥωμαῖοι πρὸσ Ἀλβανῶν ἠξίουν πράττειν τὰ συγκείμενα ταῖσ πόλεσιν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 3 5:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 3 5:2)

  • ὁ δὲ Κοίντιοσ, ὡσ ἔμαθε τῶν πολεμίων τὸ πλῆθοσ, ἀγαπητῶσ ἐδέξατο καὶ περιμείνασ, ἑώσ ἡμέρα τ’ ἐγένετο καὶ ὡρ́α πληθυούσησ μάλιστ’ ἀγορᾶσ, κάμνοντασ ἤδη τοὺσ πολεμίουσ αἰσθόμενοσ ὑπό τ’ ἀγρυπνίασ καὶ ἀκροβολισμῶν, καὶ οὐ κατὰ λόχουσ οὐδὲ ἐν τάξει προσάγοντασ, ἀλλὰ πολλαχῇ κεχυμένουσ καὶ σποράδασ, ἀνοίξασ τὰσ πύλασ τοῦ χάρακοσ ἐξέδραμεν ἅμα τοῖσ ἐπιλέκτοισ τῶν ἱππέων· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 58 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 58 4:1)

  • καὶ ὁπότε μὲν ἐπιστραφεῖεν οἱ καταλαμβανόμενοι, τοῦ τε δρόμου τοὺσ Ιοὐδαίουσ ἐπεῖχον καὶ διὰ τὴν ὁρμὴν ἧττον φυλαττομένουσ ἐτίτρωσκον, ἀεὶ δὲ πληθυούσησ τῆσ ἐκδρομῆσ μᾶλλον ταραττόμενοι τελευταῖον ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου τρέπονται. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 92:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 92:1)

유의어

  1. 부풀다

  2. 곱셈을 하다

  3. 풍부하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION