- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πειθαρχικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: peitharchikos 고전 발음: [키꼬] 신약 발음: [삐타키꼬]

기본형: πειθαρχικός πειθαρχική πειθαρχικόν

형태분석: πειθαρχικ (어간) + ος (어미)

  1. obeying readily

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πειθαρχικός

(이)가

πειθαρχική

(이)가

πειθαρχικόν

(것)가

속격 πειθαρχικοῦ

(이)의

πειθαρχικῆς

(이)의

πειθαρχικοῦ

(것)의

여격 πειθαρχικῷ

(이)에게

πειθαρχικῇ

(이)에게

πειθαρχικῷ

(것)에게

대격 πειθαρχικόν

(이)를

πειθαρχικήν

(이)를

πειθαρχικόν

(것)를

호격 πειθαρχικέ

(이)야

πειθαρχική

(이)야

πειθαρχικόν

(것)야

쌍수주/대/호 πειθαρχικώ

(이)들이

πειθαρχικά

(이)들이

πειθαρχικώ

(것)들이

속/여 πειθαρχικοῖν

(이)들의

πειθαρχικαῖν

(이)들의

πειθαρχικοῖν

(것)들의

복수주격 πειθαρχικοί

(이)들이

πειθαρχικαί

(이)들이

πειθαρχικά

(것)들이

속격 πειθαρχικῶν

(이)들의

πειθαρχικῶν

(이)들의

πειθαρχικῶν

(것)들의

여격 πειθαρχικοῖς

(이)들에게

πειθαρχικαῖς

(이)들에게

πειθαρχικοῖς

(것)들에게

대격 πειθαρχικούς

(이)들을

πειθαρχικάς

(이)들을

πειθαρχικά

(것)들을

호격 πειθαρχικοί

(이)들아

πειθαρχικαί

(이)들아

πειθαρχικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱο῀ν εἰ ἔστιν ὁ δίκαιος καθ ἕξιν τινὰ πειθαρχικὸς τοῖς νόμοις, οὐ πάντως ὁ ἄδικος ἔσται τοῦ ὅλου στερούμενος λόγου, περὶ δὲ τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις ἐκλείπων πῃ, καὶ ταύτῃ ἡ στέρησις ὑπάρξει αὐτῷ: (Aristotle, Metaphysics, Book 11 43:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 11 43:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION