헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραμυθία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραμυθία

형태분석: παραμυθι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from paramu_qe/omai

  1. 격려, 설득, 신앙, 권고
  2. 위안, 위로, 위문
  1. encouragement, exhortation, persuasion
  2. consolation, diversion
  3. relief from, abatement of

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παραμυθία

격려가

παραμυθίᾱ

격려들이

παραμυθίαι

격려들이

속격 παραμυθίᾱς

격려의

παραμυθίαιν

격려들의

παραμυθιῶν

격려들의

여격 παραμυθίᾱͅ

격려에게

παραμυθίαιν

격려들에게

παραμυθίαις

격려들에게

대격 παραμυθίᾱν

격려를

παραμυθίᾱ

격려들을

παραμυθίᾱς

격려들을

호격 παραμυθίᾱ

격려야

παραμυθίᾱ

격려들아

παραμυθίαι

격려들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ε πολλάκισ δὲ καὶ πολλοὺσ τῶν ἐπ̓ ἐξουσίαισ τεταγμένων τῶν πιστευθέντων χειρίζειν φίλων τὰ πράγματα παραμυθία μετόχουσ αἱμάτων ἀθώων καταστήσασα, περιέβαλε συμφοραῖσ ἀνηκέστοισ, (Septuagint, Liber Esther 8:17)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:17)

  • "ταῖσ μέν γε περὶ κόσμων ἀπειρίαισ καὶ ἀτόμων φύσεωσ καὶ ἀμερῶν καὶ παρεγκλίσεων διαφοραῖσ, εἰ καὶ πάνυ πολλοὺσ διαταράττουσιν, ἔνεστιν ὅμωσ παραμυθία, τὸ μηδὲν ἐγγὺσ εἶναι, μᾶλλον δ’ ὅλωσ ἐπέκεινα τῆσ αἰσθήσεωσ ἀπῳκίσθαι τῶν ζητουμένων ἕκαστον· (Plutarch, Adversus Colotem, section 28 1:11)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 28 1:11)

  • μοχθηρίασ γὰρ οὐκ ἦν κόλασισ ὁ ἐξοστρακισμόσ, ἀλλ’ ἐκαλεῖτο μὲν δι’ εὐπρέπειαν ὄγκου καὶ δυνάμεωσ βαρυτέρασ ταπείνωσισ καὶ κόλουσισ, ἦν δὲ φθόνου παραμυθία φιλάνθρωποσ, εἰσ ἀνήκεστον οὐδέν, ἀλλ’ εἰσ μετάστασιν ἐτῶν δέκα τὴν πρὸσ τὸ λυποῦν ἀπερειδομένου δυσμένειαν. (Plutarch, , chapter 7 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 7 2:2)

  • "ἦν δὲ τῇ Κάμμῃ καταφυγὴ καὶ παραμυθία τοῦ πάθουσ ἱερωσύνη πατρῷοσ Ἀρτέμιδοσ· (Plutarch, Amatorius, section 22 1:2)

    (플루타르코스, Amatorius, section 22 1:2)

  • τὰσ γὰρ ἄλλασ ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν πεπιστευμένων ὥσπερ αἰχμαλώτουσ διαφορούντων, ἐκείνοισ καὶ τῶν πρόσθεν ἀτυχημάτων παῦλα καὶ παραμυθία Βροῦτοσ ἦν. (Plutarch, Brutus, chapter 6 6:2)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 6 6:2)

유의어

  1. 격려

  2. 위안

  3. relief from

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION