παράλιος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
παράλιος
παράλιᾱ
παράλιον
Structure:
παραλι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- by the sea
- the seacoast, sea-board
- the eastern coast of Attica
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐγεγράφει γὰρ Ἀντίγονοσ αὐτῷ βοηθεῖν τῇ παραλίῳ κατὰ τάχοσ, ὡσ τοῦ Σελεύκου τὸν πλοῦν ἐνταῦθα ποιησομένου. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 60 3:3)
- " ταῦτα εἰπὼν σκυθρωπὸσ ἐπὶ συννοίασ ὁ γέρων διεκαρτέρει, καὶ μετ’ ὀλίγον ἀνῃρημένοσ Ἀντίγονοσ ἠγγέλλετο κατὰ τὸ ὑπόγαιον χωρίον, ὃ δὴ καὶ αὐτὸ Στράτωνοσ ἐκαλεῖτο πύργοσ ὁμωνυμοῦν τῇ παραλίῳ Καισαρείᾳ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 115:2)
- ὅταν γὰρ ἡ πλημυρὶσ τῆσ θαλάττησ λάττησ ἐπὶ τὴν χέρσον φέρηται λάβρωσ, ὃ ποιεῖ δὶσ τῆσ ἡμέρασ περὶ τρίτην καὶ ἐνάτην μάλιστά πωσ ὡρ́αν, ἡ μὲν θάλαττα πᾶσαν τὴν ῥαχίαν ἐπικλύζουσα καλύπτει, καὶ λάβρῳ καὶ πολλῷ κύματι συναποκομίζει πρὸσ τὴν χέρσον ἄπιστον πλῆθοσ παντοίων ἰχθύων, οἳ τὸ μὲν πρῶτον ἐν τῇ παραλίῳ μένουσι, νομῆσ χάριν πλανώμενοι περὶ τὰσ ὑποδύσεισ καὶ τὰ κοιλώματα· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 15 4:1)
- ταῦτ’ οὖν λέγοντοσ αὐτοῦ καὶ κατηφοῦντοσ ἀγγέλλεται τεθνεὼσ Ἀντίγονοσ ἐν τῷ ὑπογείῳ, ὃ καὶ αὐτὸ Στράτωνοσ ἐκαλεῖτο πύργοσ, ὁμώνυμον τῇ παραλίῳ Καισαρείᾳ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 13 385:1)
Synonyms
-
by the sea
- πόντιος (by the sea)
- ἅλιος (of the sea, sea)
- πόντιος (in the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἔφαλος (on the sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)
-
the seacoast