παράλιος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
παράλιος
παράλιᾱ
παράλιον
Structure:
παραλι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- by the sea
- the seacoast, sea-board
- the eastern coast of Attica
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ζαβουλὼν παράλιοσ κατοικήσει, καὶ αὐτὸσ παῤ ὅρμον πλοίων, καὶ παρατενεῖ ἕωσ Σιδῶνοσ. (Septuagint, Liber Genesis 49:13)
- πάντωσ δὲ πάρεισιν αὐτῶν πολλοὶ ἐνταυθοῖ οὓσ ἐγὼ ὁρῶ, πρῶτον μὲν Κρίτων οὑτοσί, ἐμὸσ ἡλικιώτησ καὶ δημότησ, Κριτοβούλου τοῦδε πατήρ, ἔπειτα Λυσανίασ ὁ Σφήττιοσ, Αἰσχίνου τοῦδε πατήρ, ἔτι δ’ Ἀντιφῶν ὁ Κηφισιεὺσ οὑτοσί, Ἐπιγένουσ πατήρ, ἄλλοι τοίνυν οὗτοι ὧν οἱ ἀδελφοὶ ἐν ταύτῃ τῇ διατριβῇ γεγόνασιν, Νικόστρατοσ Θεοζοτίδου, ἀδελφὸσ Θεοδότου ‐ καὶ ὁ μὲν Θεόδοτοσ τετελεύτηκεν, ὥστε οὐκ ἂν ἐκεῖνόσ γε αὐτοῦ καταδεηθείη ‐ καὶ Παράλιοσ ὅδε, ὁ Δημοδόκου, οὗ ἦν Θεάγησ ἀδελφόσ· (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 162:2)
- φησὶ δὲ Μόργητοσ ἐν Ἰταλίᾳ βασιλεύοντοσ ἡ̓͂ν δὲ τότε Ἰταλία ἡ ἀπὸ Τάραντοσ ἄχρι Ποσειδωνίασ παράλιοσ’ ἐλθεῖν ὡσ αὐτὸν ἄνδρα φυγάδα ἐκ Ῥώμησ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 73 7:1)
- τό τε μέγεθοσ τῆσ χώρασ, ὅτι οὐκ ἐλάττων ἡ παράλιοσ τῆσ Ἀραβίασ ἤπερ ἡ τῆσ Ἰνδικῆσ αὐτῷ ἐξηγγέλλετο, καὶ νῆσοι αὐτῇ προσκεῖσθαι πολλαί, καὶ λιμένεσ πανταχοῦ τῆσ χώρασ ἐνεῖναι, οἱοῖ παρασχεῖν μὲν ὁρ́μουσ τῷ ναυτικῷ, παρασχεῖν δὲ καὶ πόλεισ ἐνοικισθῆναι καὶ ταύτασ γενέσθαι εὐδαίμονασ. (Arrian, Anabasis, book 7, chapter 20 2:2)
- Πόλισ δ’ ἐστὶν αὕτη τῆσ Γαλιλαίασ παράλιοσ κατὰ τὸ μέγα πεδίον ἐκτισμένη, περιέχεται δὲ ὄρεσιν ἐκ μὲν τοῦ πρὸσ ἀνατολὴν κλίματοσ ἀπὸ σταδίων ἑξήκοντα τῷ τῆσ Γαλιλαίασ, ἀπὸ δὲ τοῦ μεσημβρινοῦ τῷ Καρμήλῳ διέχοντι σταδίουσ ἑκατὸν εἴκοσι, τῷ δ’ ὑψηλοτάτῳ κατ’ ἄρκτον, ὃ καλοῦσιν κλίμακα Τυρίων οἱ ἐπιχώριοι· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 247:1)
- ξύμφοροσ δὲ πλοῦσ καὶ ἐν θαλάσσῃ διεξαγωγὴ τοῦ βίου· κἢν παράλιόσ τισ ᾖ, ἀγαθὸν λούεσθαίτε τῇ ἅλμῃ ψυχρῇ, καὶ νήχεσθαι τῇ θαλάσσῃ, καὶ τῇσι ψάμμοισι ἐγκαλινδέεσθαι, καὶ βιοτεύειν ἐσ θάλασσαν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 67)
Synonyms
-
by the sea
- πόντιος (by the sea)
- ἅλιος (of the sea, sea)
- πόντιος (in the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἔφαλος (on the sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)
-
the seacoast