παράλιος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
παράλιος
παράλιᾱ
παράλιον
Structure:
παραλι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- by the sea
- the seacoast, sea-board
- the eastern coast of Attica
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἔθνη ἐξολοθρεύσουσι, καὶ ἐπικαλέσεσθε ἐκεῖ καὶ θύσετε ἐκεῖ θυσίαν δικαιοσύνησ, ὅτι πλοῦτοσ θαλάσσησ θηλάσει σε καὶ ἐμπόρια παράλιον κατοικούντων. (Septuagint, Liber Deuteronomii 33:19)
- ἐπεὶ δὲ κατὰ τὴν παράλιον ταύτην Αἰθιοπίαν ἐγένετο, ἤδη πρόσγειοσ πετόμενοσ, ὁρᾷ τὴν Ἀνδρομέδαν προκειμένην ἐπί τινοσ πέτρασ προβλῆτοσ προσπεπατταλευμένην, καλλίστην, ὦ θεοί, καθειμένην τὰσ κόμασ, ἡμίγυμνον πολὺ ἔνερθεν τῶν μαστῶν· (Lucian, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 31)
- Ἡμεῖσ τοίνυν οὔτε χώραν οἰκοῦμεν παράλιον οὔτ’ ἐμπορίαισ χαίρομεν οὐδὲ ταῖσ πρὸσ ἄλλουσ διὰ τούτων ἐπιμιξίαισ, ἀλλ’ εἰσὶ μὲν ἡμῶν αἱ πόλεισ μακρὰν ἀπὸ θαλάσσησ ἀνῳκισμέναι, χώραν δὲ ἀγαθὴν νεμόμενοι ταύτην ἐκπονοῦμεν μάλιστα δὴ πάντων περὶ παιδοτροφίαν φιλοκαλοῦντεσ καὶ τὸ φυλάττειν τοὺσ νόμουσ καὶ τὴν κατὰ τούτουσ παραδεδομένην εὐσέβειαν ἔργον ἀναγκαιότατον παντὸσ τοῦ βίου πεποιημένοι. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 72:1)
- πυθόμενοι δὲ τὰσ προγραφὰσ ἔγνωσαν εἷσ Ἄστυρα μεταβῆναι, χωρίον παράλιον τοῦ Κικέρωνοσ, ἐκεῖθεν δὲ πλεῖν εἷσ Μακεδονίαν πρὸσ Βροῦτον· (Plutarch, Cicero, chapter 47 1:2)
- μέλλων τοίνυν ἀποδημεῖν ὡσ βασιλέα, καὶ διαπραξάμενοσ ἐκπλεῦσαι ὡσ βασιλεῖ στρατηγήσων τὸν ἐπ’ Αἴγυπτον πόλεμον, ἵνα μὴ δῷ ἐνθάδε λόγον καὶ εὐθύνασ τῆσ στρατηγίασ, μεταπεμψάμενοσ τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν εἰσ τὸ Παράλιον τῶν τε προϋπηργμένων εἰσ αὑτὸν ἐπῄνει, καὶ ἐδεῖτο αὐτοῦ συστήσασ Φιλώνδαν, ἄνδρα τὸ μὲν γένοσ Μεγαρέα, μετοικοῦντα δ’ Ἀθήνησιν, πιστῶσ δὲ τούτῳ διακείμενον καὶ ὑπηρετοῦντα ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, ἐπειδὰν ἀφίκηται ἐκ Μακεδονίασ ὁ Φιλώνδασ, ὃν συνίστη οὗτοσ τῷ πατρὶ τῷ ἐμῷ, ἄγων ξύλα τὰ δοθέντα τούτῳ ὑπὸ Ἀμύντου, τὸ ναῦλον τῶν ξύλων παρασχεῖν καὶ ἐᾶσαι ἀνακομίσαι τὰ ξύλα εἰσ τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ τὴν ἐν Πειραιεῖ· (Demosthenes, Speeches 41-50, 30:1)
- ἐκείνησ γὰρ καὶ τὸ παράλιόν ἐστι μέροσ, ὡσ πάντεσ ὁμολογοῦσιν, εἰσ κατοίκησιν τὸ κάλλιστον. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 38:1)
Synonyms
-
by the sea
- πόντιος (by the sea)
- ἅλιος (of the sea, sea)
- πόντιος (in the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἔφαλος (on the sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)
-
the seacoast