παράλιος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
παράλιος
παράλιᾱ
παράλιον
Structure:
παραλι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- by the sea
- the seacoast, sea-board
- the eastern coast of Attica
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ δὲ πεισθεὶσ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἔπλευσεν εἰσ Ἐλέαν τῆσ Ἰταλίασ καὶ διέτριβεν αὐτόθι πλείω χρόνον ἐν παραλίοισ ἀγροῖσ καὶ πολλὴν ἡσυχίαν ἔχουσιν, ἐπόθησαν αὐτὸν οἱ Ῥωμαῖοι, καὶ φωνὰσ πολλάκισ ἐν θεάτροισ οἱο͂ν εὐχόμενοι καὶ σπεύδοντεσ ἰδεῖν ἀφῆκαν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 39 1:2)
- τὰ δ’ ἐν τοῖσ παραλίοισ καὶ περὶ Νέαν πόλιν ἔργα, λόφουσ ἀνακρεμαννύντοσ αὐτὸν μεγάλοισ ὀρύγμασι καὶ τροχοὺσ θαλάσσησ καὶ διαδρομὰσ ἰχθυοτρόφουσ τοῖσ οἰκητηρίοισ περιελίσσοντοσ καὶ διαίτασ ἐναλίουσ κτίζοντοσ, ὁ Στωικὸσ Τουβέρων θεασάμενοσ Ξέρξην αὐτὸν ἐκ τηβέννου προσηγόρευσεν. (Plutarch, Lucullus, chapter 39 3:1)
- ὧν εἵνεκ’ αὐτὸν οὔτισ ἔστ’ ἀνὴρ σθένων τοσοῦτον ὥστε σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ, ἀλλ’ ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον ἐκβεβλημένοσ ὄρνισι φορβὴ παραλίοισ γενήσεται. (Sophocles, Ajax, episode 2:15)
- ἀλλ’ οὐδὲ Σερουίλιοσ Ἰσαυρικὸσ ἐπὶ τῷ Μουρήνᾳ, ἀλλ’ ἤδη καὶ τῆσ γῆσ τῆσ Ἰταλικῆσ τοῖσ παραλίοισ, ἀμφί τε τὸ Βρεντέσιον καὶ τὴν Τυρρηνίαν, ἐπέβαινον οἱ λῃσταὶ σὺν καταφρονήσει, καὶ γύναια παροδεύοντα τῶν εὐπατριδῶν καὶ δύο στρατηγοὺσ αὐτοῖσ σημείοισ συνηρπάκεσαν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 14 2:17)
- Κατιδὼν δὲ κἀν τοῖσ παραλίοισ πόλιν ἤδη μὲν κάμνουσαν, Στράτωνοσ ἐκαλεῖτο πύργοσ, διὰ δὲ εὐφυίαν τοῦ χωρίου δέξασθαι δυναμένην τὸ φιλότιμον αὐτοῦ, πᾶσαν ἀνέκτισεν λευκῷ λίθῳ καὶ λαμπροτάτοισ ἐκόσμησεν βασιλείοισ, ἐν ᾗ μάλιστα τὸ φύσει μεγαλόνουν ἐπεδείξατο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 583:1)
Synonyms
-
by the sea
- πόντιος (by the sea)
- ἅλιος (of the sea, sea)
- πόντιος (in the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἔφαλος (on the sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)
-
the seacoast