παράλιος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
παράλιος
παράλιᾱ
παράλιον
Structure:
παραλι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- by the sea
- the seacoast, sea-board
- the eastern coast of Attica
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Περὶ τὴν ἐρυθρὰν γὰρ θάλατταν εἰργαζόμην, ἐπέπνευσα δὲ καὶ μέροσ τῆσ Ἰνδικῆσ, ὅσα παράλια τῆσ χώρασ· (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 16)
- ἐπεὶ δὲ Κόνων καὶ Φαρνάβαζοσ τῷ βασιλέωσ ναυτικῷ θαλαττοκρατοῦντεσ ἐπόρθουν τὰ παράλια τῆσ Λακωνικῆσ, ἐτειχίσθη δὲ καὶ τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηναίων Φαρναβάζου χρήματα δόντοσ, ἔδοξε τοῖσ Λακεδαιμονίοισ εἰρήνην ποιεῖσθαι πρὸσ βασιλέα· (Plutarch, Agesilaus, chapter 23 1:1)
- ἐπεὶ δὲ Κόνων καὶ Φαρνάβαζοσ τῷ βασιλέωσ ναυτικῷ θαλαττοκρατοῦντεσ ἐπολιόρκουν τὰ παράλια τῆσ Λακωνικῆσ, ἐτειχίσθη δὲ τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηναίων Φαρναβάζου χρήματα δόντοσ, εἰρήνην ἐποιήσαντο Λακεδαιμόνιοι πρὸσ βασιλέα· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 60 1:1)
- ἐπεὶ δὲ Κόνων καὶ Φαρνάβαζοσ τῷ βασιλέωσ ναυτικῷ θαλαττοκρατοῦντεσ ἐπολιόρκουν τὰ παράλια τῆσ Λακωνικῆσ, ἐτειχίσθη δὲ τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηναίων Φαρναβάζου χρήματα δόντοσ, εἰρήνην ἐποιήσαντο Λακεδαιμόνιοι πρὸσ βασιλέα· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 601)
- ὁ δὲ τρόποσ οὐκέθ’ ὅμοιοσ ᾧ προύλεγον, ἀλλὰ χρὴ τὸ μὲν ἥμισυ τῶν νεῶν τὰ παράλια τῆσ Ἰταλίασ πορθεῖν, τὸ δὲ ἥμισυ ναυλοχεῖν ἐφεδρεῦον ἐσ τὰ συμφερόμενα, αὐτὸν δὲ δὲ τῷ πεζῷ παντὶ προκαθήμενον τῆσ Ἑλλάδοσ, ἀγχοῦ τῆσ Ἰταλίασ, δόξαν ἐμποιεῖν ἐσβολῆσ, καὶ εἰ δύναιό ποτε, καὶ ἐσβαλεῖν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 3 3:6)
- ΩΣ δὲ ἤκουσαν οἱ βασιλεῖσ τῶν Ἀμορραίων οἱ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ καὶ οἱ ἐν τῇ πεδινῇ καὶ οἱ ἐν πάσῃ τῇ παραλίᾳ τῆσ θαλάσσησ τῆσ μεγάλησ καὶ οἱ πρὸσ τῷ Ἀντιλιβάνῳ καὶ οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι καὶ οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Ἀμορραῖοι καὶ οἱ Γεργεσαῖοι καὶ οἱ Ἰεβουσαῖοι, (Septuagint, Liber Iosue 9:1)
Synonyms
-
by the sea
- πόντιος (by the sea)
- ἅλιος (of the sea, sea)
- πόντιος (in the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἔφαλος (on the sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)
-
the seacoast